διπλόη: Difference between revisions
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[διπλόη]]) [[διπλούς]]<br /><b>1.</b> [[πτυχή]], [[κοίλωμα]]<br /><b>2.</b> το [[μέρος]] της ραφής τών οστών του κρανίου, η [[εντομή]] του κρανίου<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[υποκρισία]], [[ανειλικρίνεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για μέταλλα) [[πτυχή]], [[σχισμάδα]], [[σύνδεσμος]] (π.χ. δύο σιδερένιων πλακών)<br /><b>2.</b> (για χρησμό) [[ασάφεια]], [[αμφιβολία]]<br /><b>3.</b> το [[κοίλωμα]] στο [[κέντρο]] του σώματος του σκορπιού που περιέχει το [[δηλητήριο]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[διπλόη]] τῆς ψυχῆς» — [[μειονέκτημα]], [[έλλειψη]]. | |mltxt=η (AM [[διπλόη]]) [[διπλούς]]<br /><b>1.</b> [[πτυχή]], [[κοίλωμα]]<br /><b>2.</b> το [[μέρος]] της ραφής τών οστών του κρανίου, η [[εντομή]] του κρανίου<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[υποκρισία]], [[ανειλικρίνεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για μέταλλα) [[πτυχή]], [[σχισμάδα]], [[σύνδεσμος]] (π.χ. δύο σιδερένιων πλακών)<br /><b>2.</b> (για χρησμό) [[ασάφεια]], [[αμφιβολία]]<br /><b>3.</b> το [[κοίλωμα]] στο [[κέντρο]] του σώματος του σκορπιού που περιέχει το [[δηλητήριο]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[διπλόη]] τῆς ψυχῆς» — [[μειονέκτημα]], [[έλλειψη]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ἡ, <i>die [[Verdoppelung]]</i>;<br><b class="num">1</b> bei Plat. <i>Soph</i>. 267e vom [[Eisen]], εἴτε [[ὑγιής]], εἴτε διπλόην ἔτ' ἔχων, nach Tim. <i>lex</i>. ἀπό τινος ἑνώσεως [[ἀπόλυσις]] εἰς παράθεσιν [[μᾶλλον]] ἢ ἕνωσιν, [[entweder]] [[Bruch]], [[Spalte]], od. [[Scharte]], als umgebogene [[Stelle]] im [[Stahl]]; vgl. Plut. <i>[[Pericl]]</i>. 11; dah. überhaupt = <i>das Fehlerhafte, [[Schaden]]</i>; ψυχῆς Plut. <i>Symp</i>. 7.10.2, und andere Spätere; vgl. [[διπλῆ]]. Auch = <i>[[Doppelsinn]], [[Zweideutigkeit]]</i>; Plut. <i>Pyth. or</i>. 26.<br><b class="num">2</b> Bei den Medic. <i>die [[Höhlung]] [[zwischen]] zwei Knochenblättern</i>; bei Ael. <i>H.A</i>. 9.4 von einer [[Höhlung]] im Schwanze des Skorpions. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:34, 24 November 2022
English (LSJ)
ἡ, A fold, doubling, Gal.2.710: but usu., II porous substance between the double plates in the bones in the skull, Hp.VC1, 17, Heliod. ap. Orib.46.9.4, Ruf.Onom.135: generally, spongy core of bone, Paul.Aeg.6.77; also, tissue between layers of intestine, Aret. SD2.9: hence, 2 weak spot, flaw in metal, Pl.Sph.267e, Ph. Bel.71.28, Plu.2.802b: metaph., αἱ δ. τῆς ψυχῆς ib. 715f, cf. 441d; 'patchiness', Plot.5.2.1; also, concealed sense, in oracles, Plu.2.407c. III hollow sting of the scorpion, Ael.NA9.4.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
toute chose double ou qui paraît partagée en deux, d'où
1 aiguillon du scorpion;
2 fig. repli (de l'âme, etc.) ; duplicité ; double sens, ambiguïté.
Étymologie: διπλόος.
Russian (Dvoretsky)
διπλόη: ἡ
1) трещина, свищ (διπλόην ἔχειν Plat.; διπλόαι ἐν σιδήρῳ Plut.);
2) двойственность (δ. καὶ ἀμφιβολία Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
διπλόη: ἡ, πτυχή, δίπλα, «διπλωματιά», τοῦ χιτῶνος Πισίδ. παρὰ Σουΐδ.· ἡ ῥαφή, συναρμογὴ τῶν ὀστῶν τοῦ κρανίου, Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 896, ἴδε Foës. Οἰκον.· σύνδεσμος, ὡς ἐπὶ δύο πλακῶν σιδηρῶν ὁμοῦ ἐσφυρηλατημένων, πτυχή, Πλάτ. Σοφ. 267Ε, πρβλ. Πλούτ. 2. 802Β· αἱ δ. τῆς ψυχῆς αὐτόθι 715F, ἴδε Ruhnk. Τιμ. ΙΙ. μεταφ., διπλότης, ἀμφιβολία, ἀμφιλογία, Πλούτ. 2. 441D· ἀσάφεια, αὐτόθι 407C. ΙΙΙ. τὸ κέντρον τοῦ σκορπίου, Αἰλ. π. Ζ. 9. 4.
Greek Monolingual
η (AM διπλόη) διπλούς
1. πτυχή, κοίλωμα
2. το μέρος της ραφής τών οστών του κρανίου, η εντομή του κρανίου
αρχ.-μσν.
υποκρισία, ανειλικρίνεια
αρχ.
1. (για μέταλλα) πτυχή, σχισμάδα, σύνδεσμος (π.χ. δύο σιδερένιων πλακών)
2. (για χρησμό) ασάφεια, αμφιβολία
3. το κοίλωμα στο κέντρο του σώματος του σκορπιού που περιέχει το δηλητήριο
4. φρ. «διπλόη τῆς ψυχῆς» — μειονέκτημα, έλλειψη.
German (Pape)
ἡ, die Verdoppelung;
1 bei Plat. Soph. 267e vom Eisen, εἴτε ὑγιής, εἴτε διπλόην ἔτ' ἔχων, nach Tim. lex. ἀπό τινος ἑνώσεως ἀπόλυσις εἰς παράθεσιν μᾶλλον ἢ ἕνωσιν, entweder Bruch, Spalte, od. Scharte, als umgebogene Stelle im Stahl; vgl. Plut. Pericl. 11; dah. überhaupt = das Fehlerhafte, Schaden; ψυχῆς Plut. Symp. 7.10.2, und andere Spätere; vgl. διπλῆ. Auch = Doppelsinn, Zweideutigkeit; Plut. Pyth. or. 26.
2 Bei den Medic. die Höhlung zwischen zwei Knochenblättern; bei Ael. H.A. 9.4 von einer Höhlung im Schwanze des Skorpions.