μεταστένω: Difference between revisions

From LSJ

ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖνwhatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=metasteno
|Transliteration C=metasteno
|Beta Code=metaste/nw
|Beta Code=metaste/nw
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[lament afterwards]], ἄτην δὲ μετέστενον <span class="bibl">Od.4.261</span>; <b class="b3">μὴ μεταστένειν πόνον</b> (Sch.; [[πόνων]] codd.) <span class="bibl">A.<span class="title">Eu.</span>59</span>; τῆς παλαιᾶς διαίτης ἑαυτούς <span class="bibl">Ph.1.209</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Med., [[lament after]] or [[next]], σὸν ἄλγος <span class="bibl">E. <span class="title">Med.</span>996</span> (lyr.).</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[lament afterwards]], ἄτην δὲ μετέστενον Od.4.261; <b class="b3">μὴ μεταστένειν πόνον</b> (Sch.; [[πόνων]] codd.) A.''Eu.''59; τῆς παλαιᾶς διαίτης ἑαυτούς Ph.1.209.<br><span class="bld">II</span> Med., [[lament after]] or [[next]], σὸν ἄλγος E. ''Med.''996 (lyr.).
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:41, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταστένω Medium diacritics: μεταστένω Low diacritics: μεταστένω Capitals: ΜΕΤΑΣΤΕΝΩ
Transliteration A: metasténō Transliteration B: metastenō Transliteration C: metasteno Beta Code: metaste/nw

English (LSJ)

A lament afterwards, ἄτην δὲ μετέστενον Od.4.261; μὴ μεταστένειν πόνον (Sch.; πόνων codd.) A.Eu.59; τῆς παλαιᾶς διαίτης ἑαυτούς Ph.1.209.
II Med., lament after or next, σὸν ἄλγος E. Med.996 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 154] hinterher beklagen, beseufzen; ἄτην, Od. 4, 261; μεταστένειν πόνον od. πόνων, Aesch. Eum. 59; eben so im med., μεταστένομαι σὸν ἄλγος, Eur. Med. 996.

French (Bailly abrégé)

gémir ensuite sur, déplorer ensuite, acc..
Étymologie: μετά, στένω.

Russian (Dvoretsky)

μεταστένω: (впоследствии) оплакивать (ἄτην Hom.; πόνον Aesch.; med. ἄλγος τινός Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

μεταστένω: κατόπιν στενάζω, μετανοῶ κατόπιν καὶ στενάζω διά τι, ἄτην δὲ μετέστερον Ὀδ. Δ. 261· μὴ μεταστένειν πόνον (τὰ Ἀντίγραφα πόνων) Αἰσχύλ. Εὐμ. 59. ΙΙ. θρηνῶ μετά τι ἢ κατόπιν αὐτοῦ, σὸν ἄλγος Εὐριπ. Μήδ. 996· πρβλ. μετακλαίω.

English (Autenrieth)

lament afterwards, rue, Od. 4.261†.

Greek Monolingual

μεταστένω (Α)
(ενεργ. και μέσ.) θρηνώ ή κλαίω για κάτι ή μετά από κάτι («μὴ μεταστένειν πόνον», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + στένω (< στένω «στενάζω, θρηνώ»), πρβλ. καταστένω, περιστένω.

Greek Monotonic

μεταστένω: μόνο σε ενεστ. και παρατ. ·
I. θρηνώ κατόπιν εορτής, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ.
II. θρηνώ μετά από κάτι ή αργότερα, σε Ευρ.

Middle Liddell


I. only in pres. and imperf., to lament afterwards, Od., Aesch.
II. to lament after this or next, Eur.