ἀχρηστία: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀχρηστία:''' ἡ<br /><b class="num">1 | |elrutext='''ἀχρηστία:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> [[ненужная вещь или помеха]] (ῥύπτειν τι ὡς ἀχρηστίαν Anth.);<br /><b class="num">2</b> [[бесполезность]] или [[неиспользуемость]] (τῆς ἀχρηστίας τοὺς μή χρωμένους αἰτιᾶσθαι Plat.);<br /><b class="num">3</b> [[праздность]], [[безделье]] (ἀ. καὶ [[ἡσυχία]] Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 17:50, 25 November 2022
English (LSJ)
Ion. ἀχρηστίη, ἡ, A uselessness, unfitness, Hp.Praec. 9, Pl.R.489b, AP15.38 (Comet.), Them.Or.26.326a. II non-usance of a thing, Pl.R.333d, Plu.2.135c.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Hp.Praec.9
1 inutilidad, ineptitud τῆς μέντοι ἀχρηστίας τοὺς μὴ χρωμένους κέλευε αἰτιᾶσθαι Pl.R.489b, ἡγεύμεθα γὰρ ἀχρηστίην Hp.l.c., cf. Plu.2.1130e, Them.Or.26.326a, AP 15.38 (Comet.)
•c. gen. ἀ. τῶν ὅπλων ineficacia de las armas Phld.Sto.16.1, τῶν ποδῶν Sud.
2 el hecho de no usar algo καὶ περὶ τἆλλα δὴ πάντα ἡ δικαιοσύνη ἑκάστου ἐν μὲν χρήσει ἄχρηστος, ἐν δὲ ἀχρηστίᾳ χρήσιμος; ¿y así, respecto de todas las demás cosas, la justicia es inútil en el uso y útil cuando no se usa? Pl.R.333d, ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος Plu.2.135b.
German (Pape)
[Seite 419] ἡ, Unbrauchbarkeit, Plat. Rep. VI, 48) b; Nichtgebrauch, I, 333 d.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
le fait de ne pas se servir d'une chose.
Étymologie: ἄχρηστος.
Russian (Dvoretsky)
ἀχρηστία: ἡ
1 ненужная вещь или помеха (ῥύπτειν τι ὡς ἀχρηστίαν Anth.);
2 бесполезность или неиспользуемость (τῆς ἀχρηστίας τοὺς μή χρωμένους αἰτιᾶσθαι Plat.);
3 праздность, безделье (ἀ. καὶ ἡσυχία Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀχρηστία: ἡ, τὸ νὰ εἶναί τις ἄχρηστος, Ἱππ. 27. 49, Πλάτ. Πολ. 489Β. ΙΙ. τὸ νὰ μὴ μεταχειρίζηταί τις πρᾶγμά τι, αὐτόθι 333D.
Greek Monolingual
η (AM ἀχρηστία) άχρηστος
το να είναι κάτι άχρηστο, ακατάλληλο για χρήση
νεοελλ.
η αχρήστευση.
Greek Monotonic
ἀχρηστία: ἡ,
I. αχρηστία, ματαιότητα, σε Πλάτ.
II. αχρηστία ενός πράγματος, στον ίδ.
Middle Liddell
ἄχρηστος
I. uselessness, Plat.
II. the non-usance of a thing, Plat.