δαήμων: Difference between revisions

From LSJ

οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love | Tis not my nature to join in hating, but in loving (Sophocles, Antigone 523)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=daimon
|Transliteration C=daimon
|Beta Code=dah/mwn
|Beta Code=dah/mwn
|Definition=ον, gen. ονος, (δαῆναι) [[knowing]], [[experienced in]] a thing, τέκτονος ἐν παλάμῃσι δαήμονος <span class="bibl">Il.15.411</span>; ἐν πάντεσσ' ἔργοισι δαήμονα <span class="bibl">23.671</span>: c. gen. rei, δαήμονι φωτὶ ἐΐσκω ἄθλων <span class="bibl">Od.8.159</span>, cf. <span class="bibl">Democr.197</span>: c. inf., κοσμῆσαι δ. <b class="b2">knowing best how to .</b>., <span class="bibl">Arr.<span class="title">An.</span>7.28.2</span>; χρήματα φυλάττειν δ. <span class="bibl">Them.<span class="title">Or.</span>2.25c</span>: Comp. -έστερος <span class="bibl">Eun.<span class="title">VS</span>p.499B.</span>, Procop.<span class="title">Arc.Praef.</span>: Sup.-έστατος <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>1.2.12</span>, <span class="bibl">Agath.5.6</span>. Adv. Sup. -έστατα <span class="bibl">Id.3.25</span>.
|Definition=δαήμον, gen. ονος, ([[δαῆναι]]) [[knowing]], [[experienced in]] a thing, τέκτονος ἐν παλάμῃσι δαήμονος Il.15.411; ἐν πάντεσσ' ἔργοισι δαήμονα 23.671: c. gen. rei, δαήμονι φωτὶ ἐΐσκω ἄθλων Od.8.159, cf. Democr.197: c. inf., κοσμῆσαι δ. knowing best how to.., Arr.''An.''7.28.2; χρήματα φυλάττειν δ. Them.''Or.''2.25c: Comp. δαημονέστερος Eun.''VS''p.499B., Procop.''Arc.Praef.'': Sup. δαημονέστατος [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''1.2.12, Agath.5.6. Adv. Sup. δαημονέστατα Id.3.25.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=δαήμων -ον [~*δάω] kundig, vaardig, met gen., met ἐν + dat. in iets.
|elnltext=δαήμων -ον [~*δάω] kundig, vaardig, met gen., met ἐν + dat. in iets.
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 10:27, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δαήμων Medium diacritics: δαήμων Low diacritics: δαήμων Capitals: ΔΑΗΜΩΝ
Transliteration A: daḗmōn Transliteration B: daēmōn Transliteration C: daimon Beta Code: dah/mwn

English (LSJ)

δαήμον, gen. ονος, (δαῆναι) knowing, experienced in a thing, τέκτονος ἐν παλάμῃσι δαήμονος Il.15.411; ἐν πάντεσσ' ἔργοισι δαήμονα 23.671: c. gen. rei, δαήμονι φωτὶ ἐΐσκω ἄθλων Od.8.159, cf. Democr.197: c. inf., κοσμῆσαι δ. knowing best how to.., Arr.An.7.28.2; χρήματα φυλάττειν δ. Them.Or.2.25c: Comp. δαημονέστερος Eun.VSp.499B., Procop.Arc.Praef.: Sup. δαημονέστατος X.Cyr.1.2.12, Agath.5.6. Adv. Sup. δαημονέστατα Id.3.25.

Spanish (DGE)

-ον
buen conocedor, experto, entendido en c. ἐν y dat. ἐν παλάμῃσι Il.15.411, ἐν πάντεσσ' ἔργοισι Il.23.671, o gen. ἄθλων Od.8.159, δαιτροσυνάων Od.16.253, πολέμοιο Hes.Fr.141.24, μάχης Archil.9.4, τῶν τοιῶνδε Democr.B 197, ἐργοπόνοιο δαήμονας Ἀτρυτώνης Colluth.194, cf. Nonn.Par.Eu.Io.13.13, Q.S.4.303, τῶν τε τοῦ σώματος μορίων ... δαημονέστερος Eun.VS 499, ἄμφω ἰατρικῆς δαημονεστάτω Agath.5.6.5, cf. 3.25.6
tard. c. ac. de rel. πάντα δαήμονες ἀνέρες εἰμέν Man.1.14, y gen. τέχνης οἳ τὰ ἕκαστα δαήμονες IGLS 1999.9 (Siria VI d.C.)
c. inf. κοσμῆσαι Arr.An.7.28.2, χρήματα φυλάττειν Them.Or.2.25c
abs. de luchadores δαημονέστατοι = los mejor entrenados X.Cyr.1.2.12, ἡνίοχος Nonn.D.37.184
epít. de Hefesto, Q.S.14.50
como explicación del origen de δαίμων Pl.Cra.398b, Plot.6.7.6
como explicación de lat. daemoniarches Lact.Inst.2.14.6.

German (Pape)

[Seite 513] ον, kundig, erfahren, ἄθλων Od. 8, 159; δοιὼ θεράποντε, δαήμονε δαιτροσυνάων Od. 16, 253; οὐδ' ἄρα πως ἦν ἐν πάντεσσ' ἔργοισι δαήμονα φῶτα γενέσθαι Iliad . 23. 671; ἀλλ' ὥς τε στάθμη δόρυ νήιον ἐξιθύνει τέκτονος ἐν παλάμῃσι δαήμονος, ὅς ῥά τε πάσης εὖ εἰδῇ σοφίης ὑποθημοσύνῃσιν Ἀθήνης Iliad. 15, 411; – Prosa, Plat. Crat. 398 b zur Erkl. von δαίμων; bei Xen. Cyr. 1, 2, 12 im superl. δαημονέστατοι; c. inf. Arr. An. 7, 23, 5.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
savant, habile : τινός, ἔν τινι en qch.
Étymologie: δαῆναι, v. *δάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δαήμων -ον [~*δάω] kundig, vaardig, met gen., met ἐν + dat. in iets.

Russian (Dvoretsky)

δᾰήμων: gen. ονος знающий, сведущий, опытный (τινός Hom., Plut. и ἔν τινι Hom.; δαημονέστατος καὶ εὐπιστότατος Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

δαήμων: -ον, γεν.-ονος (δαῆναι) εἰδήμων, ἔμπειρος ἔν τινι, τέκτονος ἐν παλάμῃσι δαήμονος Ἰλ. Ο. 411· ἐν πάντεσσ’ ἔργοισι δαήμονα Ψ. 671· ὡσαύτως μετὰ γεν. πράγμ., δαήμονι φωτὶ ἐίσκω ἄθλων Ὀδ. Θ. 159·― σπάν. παρὰ τοῖς πεζ., Πλάτ. Κρατ. 398Β, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 110. 8. Συγκριτ.-ονέστερος Εὐ. 106· ὑπερθ. δαημονέστατος Ξεν. Κύρ. 1. 2, 12· μετ’ ἀπαρ., κοσμῆσαι δ., γινώσκων κάλλιστα πῶς νὰ…, Ἀρρ. Ἀν. 28.

English (Autenrieth)

ονος (root δα): skilled in; w. gen., also ἔν τινι.

Greek Monolingual

δαήμων, -ον (AM)
έμπειρος, εξασκημένος σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ. αρχ.) δαη- του αορ. εδάην (πρβλ. διδάσκω)].

Greek Monotonic

δαήμων: -ον, γεν. -ονος (*δάω, δαῆναι), γνώστης, έμπειρος σε κάτι, ειδήμων, έμπειρος, ειδικός· ἔν τινι, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., σε Ομήρ. Οδ.· δαημονέστατος, σε Ξεν.

Middle Liddell

[*δάω, δαῆναι
knowing, experienced in a thing, ἔν τινι Il.; c. gen., Od.:— δαημονέστατος Xen.