πίννα: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
(CSV import)
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0617.png Seite 617]] und πίννη, ἡ, die Steck- oder Steckmuschel, die sich im Meeresgrunde mit einer Art seidener Fäden befestigt (s. Folgds); eine Art derselben soll auch die orientalischen Perlen erzeugen, Arist. H. A. 5, 15; Ath. III, 89 u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0617.png Seite 617]] und [[πίννη]], ἡ, die Steck- oder [[Steckmuschel]], die sich im Meeresgrunde mit einer Art seidener Fäden befestigt (s. Folgds); eine Art derselben soll auch die orientalischen Perlen erzeugen, Arist. H. A. 5, 15; Ath. III, 89 u. Sp.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />pinne marine, <i>coquillage ; pê</i> nacre.<br />'''Étymologie:''' DELG prob. mot méditerranéen.
|btext=ας (ἡ) :<br />[[pinne]] [[marine]], <i>[[coquillage ]]; pê</i> [[nacre]].<br />'''Étymologie:''' DELG prob. mot méditerranéen.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 15: Line 15:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πίννα:''' και πίννη, ἡ, [[πίννα]], οστρακοειδές [[μαλάκιο]] με μεταξωτά γενάκια, σε Κωμ.
|lsmtext='''πίννα:''' και [[πίννη]], ἡ, [[πίννα]], οστρακοειδές [[μαλάκιο]] με μεταξωτά γενάκια, σε Κωμ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πίννα]], ανδ πίννη, ἡ,<br />the [[pinna]], a bivalve, with a silky [[beard]], Com.
|mdlsjtxt=[[πίννα]], ανδ [[πίννη]], ἡ,<br />the [[pinna]], a [[bivalve]], with a [[silky]] [[beard]], Com.
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=καί πίννη (=[[εἶδος]] ὀστρακόδερμου). Μεσογειακή λέξη.
|mantxt=καί [[πίννη]] (=[[εἶδος]] ὀστρακόδερμου). Μεσογειακή λέξη.
}}
}}

Latest revision as of 15:48, 26 November 2022

German (Pape)

[Seite 617] und πίννη, ἡ, die Steck- oder Steckmuschel, die sich im Meeresgrunde mit einer Art seidener Fäden befestigt (s. Folgds); eine Art derselben soll auch die orientalischen Perlen erzeugen, Arist. H. A. 5, 15; Ath. III, 89 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
pinne marine, coquillage ; pê nacre.
Étymologie: DELG prob. mot méditerranéen.

Russian (Dvoretsky)

πίννα:пинна (моллюск с двустворчатой раковиной, дававший шелковистые нити и перламутр) Arst.

Greek (Liddell-Scott)

πίννα: καὶ πίννη, ἡ, τὸ γνωστὸν δίθυρον ὀστρακόδερμον μετὰ μακροῦ ὀστράκου καὶ μεταξώδους πώγωνος· τῆς πίννης διάφορα εἴδη εὕρηνται ἐν τῇ Μεσογ. Θαλάσσῃ συχνάκις μνημονευόμενα ὡς ἔδεσμα ἐξαίρετον, παρὰ τοῖς Κωμ. ποιηταῖς, π. χ. παρὰ Κρατίνῳ ἐν «Ἀρχιλόχοις» 5, Φιλυλλ. ἐν «Πόλεσι» 1· περιγράφεται ὑπὸ τοῦ Ἀριστ. ἐν τῷ π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 6 κἑξ., 5. 15, 17, κτλ.· πρβλ. πιννοτήρης, -φύλαξ· τὸν πώγωνα αὐτῆς μετεχειρίζοντο ὡς μέταξαν, πρβλ. πιννικός· εἶδός τι αὐτῶν παράγει μαργαρίτας, ἴδε Ἀθήν. 93Ε, πρβλ. πιννικόν. ― Φέρεται δι’ ἑνὸς ν, πῖνα, παρὰ τῷ Χοιροβοσκ. ἐν τοῖς Κραμ. Ὀξ. Ἀνεκδ. τ. 2, 250. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. τόμ Α΄, σ. 15.

Greek Monolingual

και πίνα και πίνη, η, ΝΜΑ
γένος μεγαλόσωμων μαλακίων, με τριγωνικό και επίμηκες όστρακο που έχει αιχμηρό κλείθρο και καλύπτεται με μεγάλα λέπια σε ευθύγραμμές σειρές, ενώ ο βύσσος του αποτελείται από πάμπολλα λεπτά επιμήκη νημάτια σαν μετάξι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. η λ. είναι μεσογειακής προέλευσης. Η σύνδεση της με το εβρ. penin θεωρείται αμφίβολη. Τα χειρόγραφα παραδίδουν γενικά τη λ. με δύο -νν- ενώ, οι πάπυροι και οι επιγραφές με ένα -ν-].

Greek Monotonic

πίννα: και πίννη, ἡ, πίννα, οστρακοειδές μαλάκιο με μεταξωτά γενάκια, σε Κωμ.

Middle Liddell

πίννα, ανδ πίννη, ἡ,
the pinna, a bivalve, with a silky beard, Com.

Mantoulidis Etymological

καί πίννη (=εἶδος ὀστρακόδερμου). Μεσογειακή λέξη.