τρυφάλεια: Difference between revisions

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=τρυφάλεια -ας, ἡ [~ τέσσαρες, ~ φάληρος] helm.
|elnltext=τρυφάλεια -ας, ἡ [~ τέσσαρες, ~ φάληρος] [[helm]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:53, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῠφᾰ́λεια Medium diacritics: τρυφάλεια Low diacritics: τρυφάλεια Capitals: ΤΡΥΦΑΛΕΙΑ
Transliteration A: trypháleia Transliteration B: tryphaleia Transliteration C: tryfaleia Beta Code: trufa/leia

English (LSJ)

[ᾰλ], ἡ, helmet, Il.3.372, 12.22, al.; τρίπτυχος 11.352; αὐλῶπις 13.530; ἵππουρις 19.382; λευκολόφους τρυφαλείας, as an exaggerated Ep. phrase, Ar.Ra.1016. (τρῠ- does not stand for τρι- 'three' as supposed by Hsch. (v. sq.); -φάλεια is perhaps related to φάλος, ἀμφίφαλος, ἄφαλος.)

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
casque, litt. casque avec un trou pour y fixer le panache.
Étymologie: τρύω, φάλος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρυφάλεια -ας, ἡ [~ τέσσαρες, ~ φάληρος] helm.

Russian (Dvoretsky)

τρῠφάλεια: (φᾰ) ἡ шлем Hom., Hes., Arph.

English (Autenrieth)

helmet. (See the cut.)

Greek Monolingual

ἡ, Α
(επικ. τ.) περικεφαλαία («λευκολόφους τρυφαλείας», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. τρυφάλεια αποτελεί ουσιαστικοποιημένο τ. του θηλ. ενός επιθ. τρυφαλής, σύνθετου, με α' συνθετικό έναν δυσερμήνευτο τ. τρυ-, ο οποίος προέρχεται από το αριθμητικό τέσσαρες (βλ. λ. τέσσερεις) και β' συνθετικό το ουσ. φάλος «το μπροστινό μετάλλινο μέρος της περικεφαλαίας» (πιθ. μέσω μιας σιγμόληκτης μορφής φαλεσ- του θ., βλ. και λ. φάλος). Σχετικά με τη μορφή τρυ- του α' συνθετικού έχει διατυπωθεί η υπόθεση ότι προέρχεται από έναν τ. (kw)tur- (πρβλ. Τυρταίος) της μηδενισμένης βαθμίδας της ΙΕ ρίζας kwet- (w)er- του τέσσαρες, όπου το ημίφωνο -w- εμφανίζει τη φωνηεντική του μορφή -u- (πρβλ. τον λεσβ. τ. πέσ-υ-ρες). Προβλήματα γεννούν, όμως, τόσο η αποβολή της αρκτικής συλλαβής kwe- (βλ. και λ. τράπεζα) όσο και η μορφή τρυ- αντί του αναμενόμενου τυρ- (< tur-), η οποία, ωστόσο, μπορεί να παραβληθεί με τα: λατ. quadru-, αβεστ. čaθru-, γαλατικό petru].

Greek Monotonic

τρῠφάλεια: ἡ, περικεφαλαία, σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.).

Greek (Liddell-Scott)

τρῠφάλεια: ἡ, Ἐπικὸν ὄνομα τῆς περικεφαλαίας, Ἰλ. Γ. 372, κ. ἀλλ.· τρίπτυχος Λ. 352· αὐλῶπις Ν. 530 ἵππουρις Τ. 382· λευκολόφους τρ., ὡς ὑπερβολικὴ Ἐπικὴ φράσις, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1016. (Συνήθως ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ τρίς, φάλος, = περικεφαλαία ἔχουσα τρεῖς φάλους, οἰονεὶ τριφάλεια. Ἀλλ’ ὁ Βουτμᾶν. ἐν τῷ Λεξιλόγῳ ἐν λ. φάλος ἐν τέλ., παρατηρεῖ ὅτι τρυφάλεια εἶναι γενικὸν ὄνομα περικεφαλαίας, καὶ οὐχὶ τὸ ὄνομα ἰδιαιτέρου τινὸς εἴδους αὐτῆς· ὅθεν παράγει τὴν λέξιν ἐκ τοῦ τρύω, καὶ ἑρμηνεύει αὐτὴν ὡς σημαίνουσαν περικεφαλαίαν ἔχουσαν τετρυπημένον τὸν φάλον ὅπως δεχθῇ τὸν λόφον, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ καταῖτυξ.

Middle Liddell

τρῠφάλεια, ἡ,
a helmet, Il. [deriv. uncertain]

Frisk Etymology German

τρυφάλεια: {trupháleia}
Grammar: f.
Meaning: Bez. eines Helms (Il., χ 183), eig. mit vier φάλοι versehen, = κόρυς τετράφαλος.
Etymology: Univerbierung von τρυ-’vier’ (Schwundstufe von τέσσαρες; s.d. und τράπεζα) und φάλος rnit εια-Suffix, wohl eig. Adj. (zu κόρυς) nach ἠριγένεια usw. Zur Sache Trümpy Fachausdrücke 40 ff. m. weiterer Lit. (u.a. Bechtel Lex. s.v.); dazu noch Gray Class Quart. 41, 114 ff. und Krischen Phil. 97, 184 ff.
Page 2,937

German (Pape)

ἡ, der Helm; häufig bei Hom. und Hes.; τρίπτυχος Il. 11.352; αὐλῶπις 13.530, 16.795; ἵππουρις 19.380; λευκόλοφοι Ar. Ran. 1014. Nach den alten Erkl. statt τριφάλεια, mit drei φάλοις, wogegen Buttmann Lexil. II.250 bemerkt, daß τρυφάλεια nie ein Beiwort eines besondern Helms, sondern der gew. Name für alle sei und es deswegen von τρύω ableitet, ein Helm mit einem zur Aufnahme des Busches durchbohrten Bügel, im Gegensatz von καταῖτυξ. Vgl. noch Heinr. Hes. Sc. 197.