σκιώδης: Difference between revisions
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 , $3.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης, ες:<br /><b>1</b> [[ombreux]];<br /><b>2</b> obscur, sombre.<br />'''Étymologie:''' [[σκιά]], -ωδης. | |btext=ης, ες:<br /><b>1</b> [[ombreux]];<br /><b>2</b> [[obscur]], [[sombre]].<br />'''Étymologie:''' [[σκιά]], -ωδης. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 10:36, 30 November 2022
English (LSJ)
ες, A shady, πέτρα E.Supp.759; χωρία Thphr.HP9.18.2. 2 of weather, dark, gloomy, Hp.Epid.3.2; of colours, dark, Arist.Col.793b5. Adv. -δῶς Ps.-Alex.Aphr. in Metaph.440.9, Eustr. in EN104.6.
German (Pape)
[Seite 900] ες, zsgzgn aus σκιοειδής; πέτρα, Eur. Suppl. 759; trüb, neblig, φθινόπωρον, Hippocr.; Plut.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
1 ombreux;
2 obscur, sombre.
Étymologie: σκιά, -ωδης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκιώδης -ες [σκιά] schaduwrijk; vandaar ook: donker.
Russian (Dvoretsky)
σκιώδης:
1 дающий тень (πέτρα Eur.);
2 покрытый тенью, тенистый (τὰ βαθέα Plut.);
3 темный (τὰ χρώματα Arst.).
Greek Monolingual
-ες / σκιώδης, -ῶδες, ΝΜΑ σκιά
σκιερός
νεοελλ.
1. μτφ. όμοιος με σκιά
2. συνεκδ. πολύ άτονος, σχεδόν ανύπαρκτος («σκιώδης αντίσταση»)
3. φρ. «σκιώδης κυβέρνηση» — ομάδα στελεχών την οποία συγκροτεί το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αντίστοιχη με το κυβερνητικό σχήμα του κόμματος που βρίσκεται την εξουσία, με ανάλογο καταμερισμό τομέων-υπουργείων και τίτλων τών επικεφαλής τους, ώστε να μπορεί να παρακολουθεί καλύτερα την εξέλιξη τών διαφόρων θεμάτων και το κοινοβουλευτικό έργο, αλλά και να είναι έτοιμο να σχηματίσει τη νέα κυβέρνηση αμέσως μόλις αναλάβει αυτό την εξουσία
μσν.-αρχ.
(το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ σκιώδη
τα σκοτεινά πάθη της ψυχής («ὅπως παύσῃς τὰ σκιώδη καὶ περιέλῃς τὸ κάλυμμα τῶν παθῶν ἡμῶν», Μηναί.)
αρχ.
1. (για χρώμα) σκοτεινός, σκούρος
2. (για εποχή του έτους) νεφελώδης, ομιχλώδης («φθινόπωρον σκιῶδες, ἐπινέφελον», Ιπποκρ.).
επίρρ...
σκιωδῶς ΜΑ
σκοτεινά.
Greek Monotonic
σκιώδης: -ες, συνηρ. από σκιο-είδης, σκοτεινός, σκιερός, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
σκιώδης: -ες, συνηρ. ἐκ τοῦ σκιοειδής, σκιερός, πέτρα Εὐρ. Ἱκέτ. 759· χωρίας Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 18, 2. 2) ἐπὶ τῆς ἀτμοσφαιρικῆς καταστάσεως, σκοτεινός, ἀχλυώδης, θολός, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ γ΄, 1082· ἐπὶ χρωμάτων, σκοτεινός, μαῦρος, Ἀριστ. π. Χρωμ. 3, 9. - Ἐπιρρ. –δῶς, Βυζ.
Middle Liddell
σκι-ώδης, ες [contr. from σκιοείδης]
shady, Eur.