ὠφέλημα: Difference between revisions

From LSJ

θνῄσκει δὲ πίστις, βλαστάνει δ' ἀπιστίαloyalty dies and disloyalty is born

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3, $4.<br")
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> ce qui rend service, chose avantageuse, source de profit, bienfait ; <i>en parl. de pers.</i> bienfaiteur;<br /><b>2</b> [[utilité]], [[avantage]], [[profit]].<br />'''Étymologie:''' [[ὠφελέω]].
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> ce qui rend service, chose avantageuse, source de profit, bienfait ; <i>en parl. de pers.</i> bienfaiteur;<br /><b>2</b> [[utilité]], [[avantage]], [[profit]].<br />'''Étymologie:''' [[ὠφελέω]].
}}
{{pape
|ptext=τό, <i>[[Nutzen]], [[Vorteil]]</i>; Soph. <i>O.C</i>. 260; παρέχειν Xen. <i>Hier</i>. 10.3; Plut. – Übh. <i>was [[Nutzen]], [[Vorteil]] bringt</i>, μέγ' [[ὠφέλημα]] τοῦτ' ἐδωρήσω βροτοῖς Aesch. <i>Prom</i>. 251, vgl. 616; Soph. <i>[[Trach]]</i>. 698; <i>ein [[nützlicher]], brauchbarer [[Denkspruch]]</i>, Pausan.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 30: Line 33:
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[advantage]], [[benefit]], [[favor]], [[favour]]
|woodrun=[[advantage]], [[benefit]], [[favor]], [[favour]]
}}
{{pape
|ptext=τό, <i>[[Nutzen]], [[Vorteil]]</i>; Soph. <i>O.C</i>. 260; παρέχειν Xen. <i>Hier</i>. 10.3; Plut. – Übh. <i>was [[Nutzen]], [[Vorteil]] bringt</i>, μέγ' [[ὠφέλημα]] τοῦτ' ἐδωρήσω βροτοῖς Aesch. <i>Prom</i>. 251, vgl. 616; Soph. <i>[[Trach]]</i>. 698; <i>ein [[nützlicher]], brauchbarer [[Denkspruch]]</i>, Pausan.
}}
}}

Revision as of 13:05, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠφέλημα Medium diacritics: ὠφέλημα Low diacritics: ωφέλημα Capitals: ΩΦΕΛΗΜΑ
Transliteration A: ōphélēma Transliteration B: ōphelēma Transliteration C: ofelima Beta Code: w)fe/lhma

English (LSJ)

ατος, τό, A a useful or serviceable thing, service, benefit, A.Pr.251; ἀνθρώποισιν ὠφελήματα ib.501; of a person, ὦ κοινὸν ὠφέλημα θνητοῖσιν φανείς ib.613, cf. E.Tr.703. 2 ὠφελήματα things good in themselves, e.g. harmony, goodwill, opp. εὐχρηστήματα, Stoic.3.23, cf.136. II generally, use, advantage, profit, τί δῆτα δόξης . . ὠ. γίγνεται; S.OC259, cf. X. Hier.10.3; ὠφελήματα πατρίδος Id.Ages.7.2.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 ce qui rend service, chose avantageuse, source de profit, bienfait ; en parl. de pers. bienfaiteur;
2 utilité, avantage, profit.
Étymologie: ὠφελέω.

German (Pape)

τό, Nutzen, Vorteil; Soph. O.C. 260; παρέχειν Xen. Hier. 10.3; Plut. – Übh. was Nutzen, Vorteil bringt, μέγ' ὠφέλημα τοῦτ' ἐδωρήσω βροτοῖς Aesch. Prom. 251, vgl. 616; Soph. Trach. 698; ein nützlicher, brauchbarer Denkspruch, Pausan.

Russian (Dvoretsky)

ὠφέλημα: ατος τό
1 польза, помощь, благодеяние (ἀνθρώποισιν ὠφελήματα Aesch.): τί δόξης ὠ. γίγνεται; Soph. что пользы в молве?; τὰ ὠφελήματα τῆς πατρίδος Xen. благодеяния отечества;
2 благодетель: κοινὸν ὠ. θνητοῖσιν Aesch. благодетель рода человеческого.

Greek (Liddell-Scott)

ὠφέλημα: τό, πρᾶγμα χρήσιμον ἢ ὠφέλιμον, ὠφέλεια, κέρδος, Αἰσχύλ. Πρ. 251· ἀνθρώποισιν ὠφελήματα αὐτόθι 501· ἐπὶ προσώπου, ω κοινὸν ὠφέλημα θνητοῖσιν φανεὶς αὐτόθ 614, πρβλ. Εὐρ. Τρῳ 698. ΙΙ. καθόλου, ὠφέλεια, κέρδος, τί δῆτα δόξης... ὠφ. γίγνεται; Σοφ. Ο. Κ. 260, πρβλ. Ξεν. Ἱέρ. 10, 3· ὠφελήματα πατρίδος ὁ αὐτ. ἐν Ἀγησ. 7, 2· ὠφέλημ’ ἔχει τινί, εἶναι χρήσιμον ἢ ὠφέλιμον εἴς τινα, Κωμ. Ἀνώνυμ. 16.

Greek Monolingual

-ήματος, το / ὠφέλημα, ΝΑ ωφελώ
ωφέλεια
νεοελλ.
στον πληθ. τα ωφελήματα
(νομ.) οι καρποί ενός πράγματος ή ενός δικαιώματος, αλλά και κάθε όφελος που παρέχει η χρήση του πράγματος ή του δικαιώματος
αρχ.
1. (γενικά) κάθε υλικό ή ηθικό κέρδος
2. φρ. «ὠφέλημα ἔχειν τινί» — είναι ωφέλιμο σε κάποιον (Κωμ. Αδέσπ.).

Greek Monotonic

ὠφέλημα: -ατος, τό,
I. χρήσιμο ή ωφέλιμο πράγμα, ωφέλεια, κέρδος, σε Αισχύλ., Ευρ.
II. γενικά, ωφέλεια, πλεονέκτημα, κέρδος, σε Σοφ., Ξεν.

Middle Liddell

ὠφέλημα, ατος, τό, from ὠφελέω
I. a useful or serviceable thing, a service, benefit, Aesch., Eur.
II. generally, use, advantage, profit, Soph., Xen.

English (Woodhouse)

advantage, benefit, favor, favour

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)