σῶος: Difference between revisions

From LSJ

οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians

Source
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=α, <i>neutre seul. pl.</i><br />sain et sauf.<br />'''Étymologie:''' cf. [[σῶς]] et [[σόος]].
|btext=α, <i>neutre seul. pl.</i><br />[[sain et sauf]].<br />'''Étymologie:''' cf. [[σῶς]] et [[σόος]].
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 11:04, 9 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῶος Medium diacritics: σῶος Low diacritics: σώος Capitals: ΣΩΟΣ
Transliteration A: sō̂os Transliteration B: sōos Transliteration C: soos Beta Code: sw=os

English (LSJ)

v. σῶς.

French (Bailly abrégé)

α, neutre seul. pl.
sain et sauf.
Étymologie: cf. σῶς et σόος.

German (Pape)

σώα, σῶον : s. σῶς und σόος.

Russian (Dvoretsky)

σῶος: Xen. etc. = σάος.

Greek (Liddell-Scott)

σῶος: -α, -ον, συνῃρ. σῶς, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

-α, -ο / σῶος, -ώα, -ον, ΝΜΑ, και σῶς, σῶν κ. ιων. τ. σόος, -η, -ον και σᾱος, -ον, Α
αυτός που δεν έχει υποστεί κακό, βλάβη ή ατύχημα, αβλαβής, ακέραιος, άρτιος
αρχ.
1. (για χρηματικό ποσό) αμείωτος («χρυσὸς δὲ σῶς ὃν ἦλθεν ἐκ Τροίας ἔχων», Ευρ.)
2. (για γεγονότα) ασφαλής, βέβαιος («σῶς αἰπὸς ὄλεθρος», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, το επίθ. σῶος, μέσω μιας αρχικής σημ. «ισχυρός, δυνατός», μπορεί να αναχθεί στην ΙΕ ρίζα tēw- / tә2w- «φουσκώνω» (πρβλ. αρχ. ινδ. tavīti «είμαι ισχυρός», tavas- «ισχυρός, δυνατός», αβεστ. tav- «έχω τη δύναμη να κάνω κάτι») και έχει σχηματιστεί από τ. tw-ә2-u- με συνεσταλμένο το φωνήεν της ρίζας (όπως συμβαίνει συχνά με τα επίθ. σε -u-, βλ. ταΰς < tә2w-u-) και μετάθεση τών -ә2 w- (πρβλ. σῶμα, σωρός πιθ. < ρίζα twō-). Ο τ. "tw-ә2-u- θα έδινε στην Ελληνική τ. σαΰς (με συριστικοποίηση του συμπλέγματος tw-, πρβλ. σάρξ, σείω), που, σύμφωνα με την άποψη αυτή, αντικαταστάθηκε από τ. σά(F)ος, ο οποίος είναι και ο αρχικός τ. του σῶος (πρβλ. το κυπρ. ανθρωπωνύμιο ΣαFο-κλέFης, το συνθ. σαόφρων και το ομηρ. σαώτερος). Από τον τ. σάος προήλθε ο αττ. τ. σώς με συναίρεση τών -αο- καθώς και ο επικ. τ. σόος με συμφυρμό του σάος με τους τ. σῶς και ζοός. Ο τ. σῶος, τέλος, ο οποίος διατηρήθηκε και στη Νέα Ελληνική, προήλθε με μετάβαση του αττ. τ. σῶς στη θεματική κλίση πιθ. μέσω τών τ. του ουδ. σῶον, σῶα. Το επίθ. σῶος απαντά ως β' συνθετικό λ., κυρίως ποιητικών, με τη μορφή -σόος (πρβλ. νηο-σόος, πολι-σόος), η οποία μπορεί να ερμηνευθεί από τον τ. σόος του επιθ. καθώς και από την επίδραση τών συνθ. σε -σόος του ρ. σεύω].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σῶος, zie σῶς.