εἰκαῖος: Difference between revisions
τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses
m (Text replacement - "de abstr" to "de abstr") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eikaios | |Transliteration C=eikaios | ||
|Beta Code=ei)kai=os | |Beta Code=ei)kai=os | ||
|Definition=εἰκαία, εἰκαῖον, ([[εἰκῇ]]) < | |Definition=εἰκαία, εἰκαῖον, ([[εἰκῇ]])<br><span class="bld">A</span> [[without aim]] or [[without purpose]],<br><span class="bld">1</span> of things, [[random]], [[purposeless]], τίκτει γὰρ οὐδὲν ἐσθλὸν εἰκαία [[σχολή]] S.''Fr.''308; [[ὡς εἰκαῖον ὄν]] = [[as being useless]], Luc.''JConf.''6; εἰκαῖον [[διήγημα]] J.''BJProoem.'' 1. Adv. [[εἰκαίως]], [[δοξάζειν]] cj. in Epicur.''Ep.''1p.30U., cf. Diotog. ap. Stob.4.1.96, D.L.2.128, Procl.''in Cra.''p.26 P.: Comp. εἰκαιοτέρον S.E. ''M.''1.276: neuter plural as adverb, Lyc.748.<br><span class="bld">2</span> of persons, [[rash]], [[hasty]], Plb.7.7.5, etc.; <b class="b3">οἱ πολλοὶ καὶ εἰκαῖοι</b> Cebes 12; τὸ εἰκαῖον ''PRyl.''235.12 (ii A. D.).<br><span class="bld">3</span> [[ordinary]], [[casual]], J.''BJ''2.10.2, Luc.''Am.''33; [[taken at random]], ξύλα Iamb.''Comm.Math.''4; [[careless]], [[σφίξις]] Heliod. ap. Orib. 50.9.10. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 10:14, 25 August 2023
English (LSJ)
εἰκαία, εἰκαῖον, (εἰκῇ)
A without aim or without purpose,
1 of things, random, purposeless, τίκτει γὰρ οὐδὲν ἐσθλὸν εἰκαία σχολή S.Fr.308; ὡς εἰκαῖον ὄν = as being useless, Luc.JConf.6; εἰκαῖον διήγημα J.BJProoem. 1. Adv. εἰκαίως, δοξάζειν cj. in Epicur.Ep.1p.30U., cf. Diotog. ap. Stob.4.1.96, D.L.2.128, Procl.in Cra.p.26 P.: Comp. εἰκαιοτέρον S.E. M.1.276: neuter plural as adverb, Lyc.748.
2 of persons, rash, hasty, Plb.7.7.5, etc.; οἱ πολλοὶ καὶ εἰκαῖοι Cebes 12; τὸ εἰκαῖον PRyl.235.12 (ii A. D.).
3 ordinary, casual, J.BJ2.10.2, Luc.Am.33; taken at random, ξύλα Iamb.Comm.Math.4; careless, σφίξις Heliod. ap. Orib. 50.9.10.
Spanish (DGE)
εἰκαία, εἰκαῖον
• Alolema(s): fem. -η Call.Fr.334, Nic.Th.394
I de pers.
1 descuidado, insensato, irreflexivo παρεισαγαγὼν ἐκ τῆς διακονίας ... τοὺς εἰκαιοτάτους καὶ θρασυτάτους Plb.15.25.24, op. ἀσκηταὶ σοφίας Ph.2.279
•fig. ὄμμασιν εἰκαίοις ... ὁρᾷν ver con ojos desatentos Gr.Thaum.Eccl.M.10.989B
•subst. τὸ εἰ. desidia, dejadez οὐ πρώτως σου τὸ εἰ. μανθάνομεν no es la primera vez que comprobamos tu desidia, PRyl.235.12 (II d.C.)
•que no tiene fundamento, arbitrario, caprichoso τῷ ... τρόπῳ εἰκαῖον αὐτὸν γεγονέναι ... φατέον Plb.7.7.5, Μοίρης εἰκαῖα κριτήρια ISmyrna 541.13 (I d.C.).
2 vulgar οἱ πολλοὶ καὶ εἰκαῖοι τῶν ἀνδρῶν Ceb.12, τρόπος op. ἐκλεκτός Ph.2.13.
II de cosas
1 corriente, ordinario, basto κριθή Call.l.c., γαίη Nic.l.c., ψάμμος I.BI 2.191, ξύλα Iambl.Comm.Math.4, τὴν εἰκαίαν πόαν ἐσιτοῦντο Luc.Am.33.
2 hecho con descuido σφίγξις Heliod. en Orib.50.9.10.
III de abstr.
1 inútil, absurdo τίκτει γὰρ οὐδὲν ἐσθλὸν εἰκαία σχολή S.Fr.308, θύειν καὶ εὔχεσθαι ... εἰκαῖον ὄν Luc.IConf.6
•neutr. subst. τὸ εἰ. τῆς παραμονῆς Didym.Gen.243.9.
2 fortuito, ocasional, al azar εἰκαῖα καὶ ἀσύμφωνα διηγήματα I.BI 1.1, ἡ φύσις ... οὐκ εἴκαιόν τι la naturaleza no es algo fortuito Longin.2.2, εἰ. τε καὶ ἀναίτιος κίνησις Gal.5.391
•neutr. como adv. con ligereza, descuidadamente κἀκείνου εἰκαιοτέρον ἀποκρινομένου S.E.M.1.276, (βᾶρις) εἰκαῖα γόμφοις προστεταργανωμένη Lyc.748.
IV adv. εἰκαίως
1 de forma descuidada ἀμελέως τε καὶ εἰ. Diotog.76.10, cf. Vett.Val.240.22
•al azar, arbitrariamente χειροτονεῖν Themist.Ep.9.2.
2 desconsideradamente τὸν ἀναφέροντά τι αὐτῷ εἰ. D.L.2.128, οὐ συγχωρεῖ αὐτῷ εἰ. Procl.in Cra.26.
German (Pape)
[Seite 726] wer εἰκῇ, unüberlegt, aufs Gerathewohl handelt; Pol. neben θρασύς, 15, 25, 4; neben παράνομος, 7, 7, 5; εἰκαιότατοι καὶ χείριστοι 32, 21, 8; von Sachen, die planlos, von Ungefähr geschehen, σχολή Soph. frg. 288; σκύλματα κόμης Haec. 3 (V, 130); σοφίη Leon. Al. 3 (IX, 80); der erste beste, Luc.; vergeblich, Luc. Iup. conf. 6 u. a. Sp.; VLL. μωρόν, μάταιον. – Adv. εἰκαίως, D. L. 2, 128 u. A.; εἰκαῖα, Lycophr. 748.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
le premier venu ; commun, vulgaire.
Étymologie: εἰκῇ.
Russian (Dvoretsky)
εἰκαῖος:
1 тщетный, напрасный, бесплодный (σχολή Soph.; δόξη Plut.; σοφία Anth.);
2 безрассудный, легкомысленный (εἰ. καὶ παράνομος Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
εἰκαῖος: -α, -ον, ἄνευ σκοποῦ, μάταιος, 1) ἐπὶ πραγμάτων, μάταιος, ἄσκοπος, τίκτει γὰρ οὐδὲν... εἰκαία χάρις Σοφ. Ἀποσπ. 288· ὡς εἰκαῖον ὄν, ὡς ὂν μάταιον, Λουκ. Ζεὺς Ἐλεγχ. 6· εἰκ. διήγημα Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. ἐν Προοιμ. 1. - Ἐπίρρ. εἰκαίως, μάτην, εἰκῇ Διογ. Λ. 2. 128· οὕτω καὶ ἐν τῷ οὐδ. εἰκαῖα Λυκόφρ. 748. 2) ἐπὶ προσώπων, ματαιόφρων, κοῦφος, φαῦλος, Πολύβ. 77, 5, κτλ.
Greek Monolingual
εἰκαῖος, -α, -ον (Α) εικῄ
1. μάταιος, άσκοπος
2. (για πράγμ.) κοινός, τυχαίος
3. (για πρόσ.) απερίσκεπτος, ορμητικός
4. ασήμαντος.
Greek Monotonic
εἰκαῖος: -α, -ον (εἰκῇ), τυχαίος, χωρίς σκοπό, σε Λουκ.
Middle Liddell
εἰκαῖος, η, ον εἰκῆ
random, purposeless, Luc.