ἀμετακίνητος: Difference between revisions

From LSJ

κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically

Source
m (Text replacement - "\.(<br \/>'''Étymologie:'''.*)(<br \/><b>\[\[NT\]\]<\/b>: .*)\n}}" to ";$2.$1 }}")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ametakinitos
|Transliteration C=ametakinitos
|Beta Code=a)metaki/nhtos
|Beta Code=a)metaki/nhtos
|Definition=ον, [[not to be moved from place to place]], [[immovable]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ep.</span>343a</span>, <span class="bibl">Arist. <span class="title">Ph.</span>212a15</span>; of persons, <span class="bibl">D.H.8.74</span>. Adv. <b class="b3">-τως, ἔχειν</b> stand [[unmoved]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1105a33</span>, cf. <span class="bibl">Jul.<span class="title">Mis.</span>348d</span>, al.
|Definition=ἀμετακίνητον, [[not to be moved from place to place]], [[immovable]], Pl.''Ep.''343a, Arist. ''Ph.''212a15; of persons, D.H.8.74. Adv. [[ἀμετακινήτως]], ἔχειν stand [[unmoved]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1105a33, cf. Jul.''Mis.''348d, al.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 10:44, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμετακίνητος Medium diacritics: ἀμετακίνητος Low diacritics: αμετακίνητος Capitals: ΑΜΕΤΑΚΙΝΗΤΟΣ
Transliteration A: ametakínētos Transliteration B: ametakinētos Transliteration C: ametakinitos Beta Code: a)metaki/nhtos

English (LSJ)

ἀμετακίνητον, not to be moved from place to place, immovable, Pl.Ep.343a, Arist. Ph.212a15; of persons, D.H.8.74. Adv. ἀμετακινήτως, ἔχειν stand unmoved, Arist.EN1105a33, cf. Jul.Mis.348d, al.

Spanish (DGE)

-ον
I 1inamovible, inmutable εἰς ἀμετακίνητον, ὃ δὴ πάσχει τὰ γεγραμμένα en algo inmutable como le sucede a lo escrito Pl.Ep.343a, (ἄξων σφαίρας) ἀμετακίνητος, περὶ ἣν ἡ σφαῖρα κινεῖται καὶ στρέφεται Hero Def.78, cf. Stereom.1.9, προαίρεσις ἀρετῆς I.AI 1.8, ἡ περὶ θεοῦ πίστις I.Ap.2.169, ἡ περὶ τοῦ θεοῦ δόξα I.Ap.2.254, περίοδός τις καὶ ἀνακύκλησις ἀ. καὶ ἀμετάπιστος Ptol.Iudic.19.5, cf. tb. Sch.Od.17.57
subst., de Dios, Dion.Ar.DN M.3.916B
de pers. βέβαιός τε καὶ ἀ. ἐν τοῖς κριθεῖσι D.H.8.74, ἑδραῖοι γίνεσθε, ἀμετακίνητοι 1Ep.Cor.15.58.
2 no trasladable, no movible de su lugar ἔστι δ' ὥσπερ τὸ ἀγγεῖον τόπος μεταφορητός, οὕτως καὶ ὁ τόπος ἀγγεῖον ἀμετακίνητον así como la vasija es un lugar transportable, así también el lugar es un recipiente no trasladable Arist.Ph.212a15.
II quieto, no removido del vino ἀμετακίνητοι ... οἱ οἶνοι μένουσιν Gp.7.7.1.
III adv. -ως de manera firme, constante, inamovible βεβαίως καὶ ἀμετακινήτως ἔχων Arist.EN 1105a33, cf. Alex.Aphr.in Metaph.652.23, (γένος) ἐμμένον τοῖς κριθεῖσιν ἀμετακινήτως Iul.Mis.348d.

German (Pape)

[Seite 122] unbeweglich, unveränderlich, Plat. Ep. VII, 343 a. – Adv., -τως ἔχειν Arist. Eth. 2. 4, 3, neben βεβαίως.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
immuable, immobile;
NT: inébranlable, inamovible, solide.
Étymologie: , μετακινέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀμετακίνητος: (ῑ) неподвижный, недвижимый Plat., Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμετακίνητος: -ον, ὁ μὴ μετακινούμενος ἀπὸ τόπου εἰς τόπον, ἀκίνητος, ἀμετάβλητος, Πλάτ. Ἐπιστ. 343Α, Ἀριστ. Φυσ. 4. 4, 18. - Ἐπίρρ. -τως ἔχειν = ἵστασθαι ἀκίνητον, ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 2. 4, 3.

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and a derivative of μετακινέω; immovable: unmovable.

English (Thayer)

(μετακινέω), not to be moved from its place, unmoved; metaphorically, firmly persistent (A. V. unmovable): Plato, epistle 7, p. 843a.; Dionysius Halicarnassus 8,74; (Josephus, contra Apion 2,16, 9; 2,32, 3; 2,35, 4).)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμετακίνητος, -ον)
αυτός που δεν μετακινείται ή δεν είναι δυνατό να αλλάξει θέση, να μετακινηθεί, αμετατόπιστος, μόνιμος, σταθερός
νεοελλ.
νωθρός, δυσκίνητος
αρχ.
φρ. «ἀμετακινήτως ἔχω», στέκομαι ακίνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερ. + μετακινῶ].

Greek Monotonic

ἀμετακίνητος: -ον, αυτός που δεν κινείται, αμετακίνητος, επίρρ. -τως, σε Αριστ.

Middle Liddell

immovable: adv. ἀμετακινήτως, Arist.

Chinese

原文音譯:¢metak⋯nhtoj 阿-姆他-企尼拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:不-同著-攪動的
字義溯源:不可移動的,固定的,不搖動的;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(μετακινέω)=移開)組成;而 (μετακινέω)又由(μετά)*=同)與(κινέω)=移動)組成,其中 (κῆτος)出自(εἰμί)X*=行走,去)
出現次數:總共(1);林前(1)
譯字彙編
1) 不搖動(1) 林前15:58