προτιόσσομαι: Difference between revisions
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=protiossomai | |Transliteration C=protiossomai | ||
|Beta Code=protio/ssomai | |Beta Code=protio/ssomai | ||
|Definition=Ep. Verb, only pres. and impf., and never in the form [[προσόσσομαι]]:—< | |Definition=Ep. Verb, only pres. and impf., and never in the form [[προσόσσομαι]]:—<br><span class="bld">A</span> [[look at]] or [[look upon]], μηδέ τιν' ἀνθρώπων προτιόσσεο Od.7.31, cf. 23.365.<br><span class="bld">II</span> of the mind, [[forebode]], κραδίη προτιόσσετ' ὄλεθρον 5.389; θάνατον προτιόσσετο θυμὸς ἀγήνωρ 14.219, cf. A.R.1.895, al.; so, prob., <b class="b3">ἦ σ' εὖ γιγνώσκων προτιόσσομαι</b> from [[thorough]] [[knowledge]] of [[thee]] [[I]] [[divine]] my [[fate]], Il.22.356, cf. A.R.4.1372. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:25, 25 August 2023
English (LSJ)
Ep. Verb, only pres. and impf., and never in the form προσόσσομαι:—
A look at or look upon, μηδέ τιν' ἀνθρώπων προτιόσσεο Od.7.31, cf. 23.365.
II of the mind, forebode, κραδίη προτιόσσετ' ὄλεθρον 5.389; θάνατον προτιόσσετο θυμὸς ἀγήνωρ 14.219, cf. A.R.1.895, al.; so, prob., ἦ σ' εὖ γιγνώσκων προτιόσσομαι from thorough knowledge of thee I divine my fate, Il.22.356, cf. A.R.4.1372.
German (Pape)
[Seite 793] dep., nur im praes. u. impf. (vgl. ὄσσομαι), hinsehen, hinblicken; τινά, auf Einen, ihn anblicken, μηδέ τιν' ἀνθρώπων προτιόσσεο, Od. 7, 31, wie 23, 365; ἦ σ' εὖ γιγνώσκων προτιόσσομαι, Il. 22, 356, wohl kennend sehe ich dich an, d. i. ganz so wie ich dich immer erkannt habe, wo Andere übersetzen »ich vermuthete es, sah es voraus, weil ich dich wohl kenne«; mit dem Geiste auf Etwas hinsehen, d. i. voraussehen, ahnen, bes. etwas Schlimmes, κραδίη, θυμὸς προτιόσσετό μοι θάνατον, ὄλεθρον, das Herz ahnete oder weissagte mir Verderben, Od. 5, 389. 14, 219.
French (Bailly abrégé)
seul. prés., impér. 2ᵉ sg. προτιόσσεο, et impf. 3ᵉ sg. προτιόσσετο;
1 jeter les yeux sur, avoir les yeux fixés sur, regarder, acc.;
2 voir devant soi, prévoir, pressentir, acc..
Étymologie: προτί, ὄσσομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προτι-όσσομαι, ep. aankijken. overdr. voorspellen:. οὔ ποτέ μοι θάνατον προτιόσσετο θυμός nooit voorspelde mijn hart mij de dood Od. 14.219.
Russian (Dvoretsky)
προτιόσσομαι: (только praes. и impf.)
1 взглядывать, смотреть (μή τινα προτιόσσεο Hom.);
2 предвидеть, предчувствовать (ὄλεθρον, θάνατον Hom.).
English (Autenrieth)
imp. προτιόσσεο, ipf. -ετο: look upon or toward, and, with the eyes of the mind, forbode; ‘recognize thee for what I had foreboded,’ Il. 22.356.
Greek Monolingual
Α
1. βλέπω, κοιτάζω
2. (για τον νου) προβλέπω, προαισθάνομαι
3. προσδοκώ, περιμένω
4. (κατά τον Ησύχ.) «προτιόσσεται
προορᾱται, προσδέχεται, προσαγορεύει»
5. (κατά το λεξ. Σούδ.) «προτιόσσομαι, προσβλέπω, ἀπὸ τῶν ὄσσων ἡ μεταφορά».
[ΕΤΥΜΟΛ. < προτί (βλ. λ. προς) + ὄσσομαι «βλέπω, προσβλέπω»].
Greek Monotonic
προτιόσσομαι: Επικ., αποθ., μόνο σε ενεστ. και παρατ., ποτέ στον κοινό τύπο προσ-όσσομαι·
I. προσβλέπω ή κοιτάζω προς τα πάνω, σε Ομήρ. Οδ.
II. λέγεται για το νου, βλέπω σταθερά, περιμένω, θάνατον, στο ίδ.· ἦ σ' εὖ γιγνώσκων προτιόσσομαι, από αυτές τις δικές σου βαθιές γνώσεις στις οποίες προσβλέπω τη μοίρα μου, σε Ομήρ. Ιλ.
Greek (Liddell-Scott)
προτιόσσομαι: Ἐπικ. ἀποθετ., ἐν χρήσει μόνον κατ᾿ ἐνεστ, καὶ παρατατ. καὶ οὐδέποτε ἐν τῷ κοινῷ τύπῳ προσόσσομαι· ― προσβλέπω, μηδέ τιν᾿ ἀνθρώπων προτιόσσεο, πρόσβλεπε, Ὀδ. Η. 31, πρβλ. Ψ. 365. ΙΙ. ἐπὶ τοῦ νοῦ, βλέπω σταθερῶς, προβλέπω, περιμένω, κραδίη προτιόσσετ’ ὄλεθρον, «προορᾶται προσδέχεται» (Ἡσύχ.), Ε. 389· θάνατον προτιόσσετο θυμὸς ἀγήνωρ, προέβλεπε, προσεδέχετο, Ξ. 219· ― καὶ οὕτω πιθαν., ἦ σ᾿ εὖ γιγνώσκων προτιόσσομαι Ἰλ. Χ. 356. ― Καθ᾿ Ἡσύχ.: «προτιόσσεται· προορᾶται, προσδέχεται, προσαγορεύει»· ― «προτιόσσομαι, προσβλέπω. ἀπὸ τῶν ὄσσων ἡ μεταφορὰ» Σουΐδ.
Middle Liddell
[epic Dep., only in pres. and imperf., never in the common form προσ-όσσομαι]
I. to look at or upon, Od.
II. of the mind, to look on, look steadfastly on, θάνατον Od.; ἦ σ' εὖ γιγνώσκων προτιόσσομαι from thorough knowledge of thee I look on my fate, Il.