περίθετος: Difference between revisions

From LSJ

κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=perithetos
|Transliteration C=perithetos
|Beta Code=peri/qetos
|Beta Code=peri/qetos
|Definition=ον, also περιθετός, ή, όν, (περιτίθημι) [[put round]] or to [[be put round]], <b class="b3">π. πρόσωπον</b> a [[mask]], <span class="bibl">Aristomen.5</span>; <b class="b3">κεφαλὴ περίθετος</b> a mask [[with a wig attached]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Th.</span>258</span>, cf. Sch.; <b class="b3">περιθεταὶ τρίχες</b> [[false]] hair, [[wig]], <span class="bibl">Plb.3.78.2</span>; περίθετος κόμη <span class="bibl">Ael.<span class="title">VH</span>1.26</span>, <span class="bibl"><span class="title">EM</span>790.19</span>; <b class="b3">προκόμια π</b>. <span class="bibl">Ath.12.523a</span>; [[περιθέτη]] alone, <span class="bibl">Amphis 2</span>, <span class="bibl">Men.359</span>.
|Definition=περίθετον, also [[περιθετός]], ή, όν, ([[περιτίθημι]]) [[put round]] or to [[be put round]], <b class="b3">π. πρόσωπον</b> a [[mask]], Aristomen.5; <b class="b3">κεφαλὴ περίθετος</b> a mask [[with a wig attached]], Ar.''Th.''258, cf. Sch.; <b class="b3">περιθεταὶ τρίχες</b> [[false]] hair, [[wig]], Plb.3.78.2; περίθετος κόμη Ael.''VH''1.26, ''EM''790.19; <b class="b3">προκόμια π.</b> Ath.12.523a; [[περιθέτη]] alone, Amphis 2, Men.359.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=περίθετος -η -ον ook περιθετός --όν [περιτίθημι] opgezet:. κεφαλὴ περίθετος pruik Aristoph. Th. 258.
|elnltext=περίθετος -η -ον ook περιθετός -ή -όν [περιτίθημι] opgezet:. κεφαλὴ περίθετος pruik Aristoph. Th. 258.
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 10:28, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίθετος Medium diacritics: περίθετος Low diacritics: περίθετος Capitals: ΠΕΡΙΘΕΤΟΣ
Transliteration A: períthetos Transliteration B: perithetos Transliteration C: perithetos Beta Code: peri/qetos

English (LSJ)

περίθετον, also περιθετός, ή, όν, (περιτίθημι) put round or to be put round, π. πρόσωπον a mask, Aristomen.5; κεφαλὴ περίθετος a mask with a wig attached, Ar.Th.258, cf. Sch.; περιθεταὶ τρίχες false hair, wig, Plb.3.78.2; περίθετος κόμη Ael.VH1.26, EM790.19; προκόμια π. Ath.12.523a; περιθέτη alone, Amphis 2, Men.359.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu'on met autour.
Étymologie: περιτίθημι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίθετος -η -ον ook περιθετός -ή -όν [περιτίθημι] opgezet:. κεφαλὴ περίθετος pruik Aristoph. Th. 258.

Russian (Dvoretsky)

περίθετος: и περιθετός 3 накладной: κεφαλὴ π. Arph. маска; περιθεταὶ τρίχες Polyb. парик.

Greek Monolingual

-ον, θηλ. και περιθέτη, και περιθετός, -ή, -όν, Α περιτίθημι
1. αυτός που έχει τοποθετηθεί ή που μπορεί να τοποθετηθεί γύρω από κάτι
2. φρ. α) «περίθετον πρόσωπον» — προσωπείο, μάσκα
β) «περιθεταὶ τρίχες» και «περίθετος κόμη» — η περούκα.

Greek Monotonic

περίθετος: -ον ή περιθετός, -ή, -όν, αυτός που μπορεί κάποιος να περιθέσει, τοποθετημένος τριγύρω, περιθεταὶ τρίχες, ψεύτικα μαλλιά, περούκα, σε Πολύβ.

Greek (Liddell-Scott)

περίθετος: -ον, ὡσαύτως περιθετός, ή, όν (περιτίθημι)· - ὁ περιτεθεὶς ἢ ὃν δύναταί τις νὰ περιθέσῃ ἢ περιβληθῇ, π. πρόσωπον, προσωπεῖον, Ἀριστομένης ἐν «Γόησιν» 1 κεφαλὴ περίθετος, προσωπεῖον ἔχον καὶ φενάκην, Ἀριστοφ. Θεσμ. 258, ἔνθα ἴδε Σχολ.· περιθεταὶ τρίχες, ψευδεῖς τρίχες, φενάκη, Πολύβ. 3. 3. 78, 2 κἑξ.· περίθετος κόμη Αἰλ. Ποικίλ. Ἱστ. 1. 26, Ἐτυμ. Μέγ. 790. 20· προκόμια περίθετα Ἀθήν. 523Α· περίθετος μόνον, Ἀριστοφ. παρὰ Πολυδ. Ι΄, 170· καὶ περιθέτη, Ἄμφις καὶ Μένανδρ. αὐτόθι (ἀλλὰ διάφ. γραφ. περίθεσις πρβλ. ὅμως Ἀθήν. 415Α, Πολυδ. Β΄, 25.)

Middle Liddell

περί-θετος, ον,
put round, περιθεταὶ τρίχες false hair, Polyb.