σαυρωτήρ: Difference between revisions
Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ῆρος, ὁ, Α<br />σιδερένια [[αιχμή]] που περιέβαλλε το [[κάτω]] [[άκρο]] του δόρατος και χρησίμευε για να καρφώνεται το [[δόρυ]] στο [[έδαφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σαύρα]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ωτήρ</i>, πιθ. μέσω αμάρτυρου <i>σαυρόω</i> ( | |mltxt=-ῆρος, ὁ, Α<br />σιδερένια [[αιχμή]] που περιέβαλλε το [[κάτω]] [[άκρο]] του δόρατος και χρησίμευε για να καρφώνεται το [[δόρυ]] στο [[έδαφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σαύρα]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ωτήρ</i>, πιθ. μέσω αμάρτυρου <i>σαυρόω</i> ([[πρβλ]]. [[τροπωτήρ]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 16:20, 11 May 2023
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, ferrule or spike at the butt-end of a spear, by which it was stuck into the ground, Il.10.153, Hdt.7.41, Plb.6.25.6, 11.18.4, AP6.110 (Leon. or Mnasalc.), Sch.Th.Oxy.853 v 30.
German (Pape)
[Seite 865] ῆρος, ὁ, das untere Ende der Lanze, des Speerschaftes; Il. 10, 153; Her. 7, 41 (wofür Ath. XII, 514 στύρακες sagt); Pol. 6, 25, 6. 11, 18, 4; sonst οὐρίαχος; bes. eine Art von eiserner Spitze, die Lanze. damit in die Erde zu stecken, auch im Nothfall damit zu fechten; übh. Lanze, Speer, Leon. Tar. 32 (VI, 110).
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
pointe de fer ajustée au bas de la lance pour la fixer en terre.
Étymologie: DELG σαύρα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σαυρωτήρ -ῆρος, ὁ [σαύρα] uiteinde van een lans, lans-schoen.
Russian (Dvoretsky)
σαυρωτήρ: ῆρος ὁ
1 нижнее острие копья Hom., Her., Polyb.;
2 копье Anth.
English (Autenrieth)
ῆρος: a spike at the butt-end of a spear, by means of which it could be stuck in the ground, Il. 10.153†. (See cut No. 4.)
Greek Monolingual
-ῆρος, ὁ, Α
σιδερένια αιχμή που περιέβαλλε το κάτω άκρο του δόρατος και χρησίμευε για να καρφώνεται το δόρυ στο έδαφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαύρα + επίθημα -ωτήρ, πιθ. μέσω αμάρτυρου σαυρόω (πρβλ. τροπωτήρ)].
Greek Monotonic
σαυρωτήρ: -ῆρος, ὁ, σιδερένια αιχμή στο κάτω άκρο του δόρατος, που χρησίμευε για να στερεώνεται το κοντάρι στο έδαφος, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. (αμφίβ. προέλ.).
Greek (Liddell-Scott)
σαυρωτήρ: -ῆρος, ὁ, σιδήριόν τι ἢ εἶδος αἰχμῆς εἰς τὸ κάτω ἄκρον τοῦ δόρατος, δι’ οὗ ἐστήνετο εἰς τὸ ἔδαφος, οὐρίαχος, στύραξ. Ἰλ. Κ. 153, Ἡρόδ. 7. 41· πρβλ. Πολύβ. 6. 25, 6., 11. 18, 4, Ἀνθ. Π. 6. 110. ΙΙ. ὁ τύπος σαυροβρῑθής μνημονευόμενος ὑπὸ τοῦ Ἡσυχ. δεικνύει ὅτι σαῦρος ἐσήμαινεν ὡσαύτως σαυρωτήρ.
Middle Liddell
σαυρωτήρ, ῆρος, ὁ,
a spike at the butt-end of a spear, by which it was stuck into the ground, Il., Hdt. [deriv. uncertain]