ἀνθοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valoreven at the risk of death

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anthoforos
|Transliteration C=anthoforos
|Beta Code=a)nqofo/ros
|Beta Code=a)nqofo/ros
|Definition=ον,<br><span class="bld">A</span> [[bearing flowers]], [[flowery]], ἄλσος Ar.''Ra.''445, ''AP''12.256 (Mel.); opp. [[κάρπιμος]], Thphr.''CP''1.5.5.<br><span class="bld">II</span> [[ἀνθοφόρος]], ἡ, [[flower-bearer]], title of a [[priestess]] of [[Demeter]] and [[Kore]], ''IG''12(8).526 (Thasos), cf. 609(ibid.)
|Definition=ἀνθοφόρον,<br><span class="bld">A</span> [[bearing flowers]], [[flowery]], ἄλσος Ar.''Ra.''445, ''AP''12.256 (Mel.); opp. [[κάρπιμος]], Thphr.''CP''1.5.5.<br><span class="bld">II</span> [[ἀνθοφόρος]], ἡ, [[flower-bearer]], title of a [[priestess]] of [[Demeter]] and [[Kore]], ''IG''12(8).526 (Thasos), cf. 609(ibid.)
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 09:12, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθοφόρος Medium diacritics: ἀνθοφόρος Low diacritics: ανθοφόρος Capitals: ΑΝΘΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: anthophóros Transliteration B: anthophoros Transliteration C: anthoforos Beta Code: a)nqofo/ros

English (LSJ)

ἀνθοφόρον,
A bearing flowers, flowery, ἄλσος Ar.Ra.445, AP12.256 (Mel.); opp. κάρπιμος, Thphr.CP1.5.5.
II ἀνθοφόρος, ἡ, flower-bearer, title of a priestess of Demeter and Kore, IG12(8).526 (Thasos), cf. 609(ibid.)

Spanish (DGE)

-ον
I 1que produce flores, florido, ἄλσος Ar.Ra.441, AP 12.256 (Mel.), cf. Thphr.CP 1.5.5, op. ἀνανθής Thphr.HP 1.3.5 (= Hippo A.19).
2 portador de flores εἶδον ἐν Ῥώμῃ τοὺς ἀνθοφόρους Philostr.Ep.55.
II subst.
1 ἡ ἀνθοφόρος = sacerdotisa de Deméter, IG 12(8).526 (Tasos), cf. 609 (Tasos).
2 como n. pr. ἡ Ἀνθοφόρος = Antóforo n. gr. de la divinidad latina Feronia, D.H.3.32.
3 bot. zarzaparrilla, zarza morisca, Smilax aspera L. o correhuela de cercas, Convolvulus sepium L., Plin.HN 24.82.

German (Pape)

[Seite 233] Blumen tragend, blühend, ἄλσος, Ar. Ran. 442; übertr., παῖδες Mel. 2, 31 (XII, 256. 165).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fleuri.
Étymologie: ἄνθος, φέρω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνθοφόρος: приносящий цветы, цветущий (ἄλσος Arph., Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθοφόρος: -ον, ὁ φέρων ἄνθη, ὁ πλήρης ἀνθέων, ἄλσος Ἀριστοφ. Βάτρ. 442, Ἀνθ. ΙΙ. 12. 256· κατ’ ἀντιδιαστολὴν πρὸς τὸ κάρπιμος, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 1. 5, 5. 2) ἀνθοφόρος, ἡ, ἱέρεια ἧς ἡ ὑπηρεσία ἦτο νὰ φέρῃ ἄνθη τὸ ἄγαλμα θεᾶς καὶ ἰδίως τῆς Ἀφροδίτης, σῶμα ... παρθένου ἀνθοφόρου τύμβος ὅδ’ ἐγκατέχει Συλλ. Ἐπιγρ. 2161b, 2162· οὕτως, ἀνθηφόρον τῆς θεοῦ Ἀφροδίτης (ἐν τῇ ἐπιγρ. Ἀφροδείτης) Ἐπιγρ. Ἀφροδισ. αὐτόθι 2821, 2822.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἀνθοφόρος, -ον)
αυτός που φέρει άνθη, ανθισμένος
νεοελλ.
1. ανθοστόλιστος
2. το αρσ. ως ουσ. ο ανθοφόρος
α) βοτ. ο μίσχος του άνθους
β) έπιπλο όπου τοποθετούνται λουλούδια
αρχ.
1. αυτός που καλλιεργείται μόνο για τα λουλούδια ή παράγει μόνο λουλούδια, καλλωπιστικός
2. (για ιέρεια) αυτή που προσκομίζει στους θεούς λουλούδια.

Greek Monotonic

ἀνθοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που έχει λουλούδια, λουλουδάτος, σε Αριστοφ., Ανθ.

Middle Liddell

φέρω
bearing flowers, flowery, Ar., Anth.