οἰκτιρμός: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund

Menander, Monostichoi, 558
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[οικτιρμός]])<br />[[οίκτος]], [[ευσπλαγχνία]], [[συμπάθεια]], [[λύπηση]] («[[κρέσσων]] οἰκτιρμοῦ [[φθόνος]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>οἱ οἰκτιρμοί</i><br />συναισθήματα οίκτου («καὶ κατὰ τὸ [[πλῆθος]] τῶν οἰκτιρμῶν σου ἐξάλειψον τὸ ἀνόμημά μου», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἰκτίρω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>οδυρ</i>-<i>μός</i>)].
|mltxt=ο (ΑΜ [[οικτιρμός]])<br />[[οίκτος]], [[ευσπλαγχνία]], [[συμπάθεια]], [[λύπηση]] («[[κρέσσων]] οἰκτιρμοῦ [[φθόνος]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>οἱ οἰκτιρμοί</i><br />συναισθήματα οίκτου («καὶ κατὰ τὸ [[πλῆθος]] τῶν οἰκτιρμῶν σου ἐξάλειψον τὸ ἀνόμημά μου», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἰκτίρω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μός</i> ([[πρβλ]]. [[οδυρμός]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 08:50, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκτιρμός Medium diacritics: οἰκτιρμός Low diacritics: οικτιρμός Capitals: ΟΙΚΤΙΡΜΟΣ
Transliteration A: oiktirmós Transliteration B: oiktirmos Transliteration C: oiktirmos Beta Code: oi)ktirmo/s

English (LSJ)

ὁ, pity, compassion, Pi. P.1.85: pl., compassionate feelings, mercies, Ep.Rom.12.1, Ep.Phil. 2.1, al.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
compassion, pitié.
Étymologie: οἰκτίρω.

German (Pape)

ὁ, Mitleid, Bedauern; Pind. P. 1.85; häufig bei Sp., wie NT.

Russian (Dvoretsky)

οἰκτιρμός: ὁ (тж. σπλάγχνα οἰκτιρμοῦ - v.l. οἰκτιρμῶν NT) сочувствие, сострадание, жалость Pind., NT.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκτιρμός: -οῦ, ὁ, τὸ οἰκτείρειν, Πινδ. Π. 1. 164· - εὔχρηστον ἐν τῇ Καιν. Διαθ. μόνον κατὰ πληθ., αἰσθήματα οἴκτου ἢ συμπαθείας, ἐλέη, Ἐπιστ. π. Ρωμ. ιβ΄, 1, π. Φιλιπ. β΄, 1, κ. ἀλλ.

English (Slater)

οἰκτιρμός pity κρέσσον γὰρ οἰκτιρμοῦ φθόνος (P. 1.85)

English (Strong)

from οἰκτείρω; pity: mercy.

English (Thayer)

οἰκτιρμοῦ, ὁ (οἰκτείρω), the Sept. for רַחֲמִים) (the viscera, which were thought to be the seat of compassion (see σπλάγχνον, b.)), compassion, pity, mercy: σπλάγχνα οἰκτιρμοῦ ( οἰκτίρμων), bowels in which compassion resides, a heart of compassion, רַחֲמִים), emotions, longings, manifestations of pity (English compassions) (cf. Fritzsche, Ep. ad Romans, iii., pp. 5ff; (Winer's Grammar, 176 (166); Buttmann, 77 (61))), τοῦ Θεοῦ, ὁ πατήρ τῶν οἰκτίρμων (genitive of quality (cf. Buttmann, § 132,10; Winer's Grammar, 237 (222))), the father of mercies i. e. most merciful, σπλάγχνα, Pindar, Pythagoras 1,164.) (Synonym: see ἐληω, at the end.)

Greek Monolingual

ο (ΑΜ οικτιρμός)
οίκτος, ευσπλαγχνία, συμπάθεια, λύπησηκρέσσων οἰκτιρμοῦ φθόνος», Πίνδ.)
αρχ.
στον πληθ. οἱ οἰκτιρμοί
συναισθήματα οίκτου («καὶ κατὰ τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου ἐξάλειψον τὸ ἀνόμημά μου», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκτίρω + κατάλ. -μός (πρβλ. οδυρμός)].

Greek Monotonic

οἰκτιρμός: -οῦ, ὁ, λύπηση, συμπόνοια, συμπάθεια, σε Πίνδ.· στον πληθ., αισθήματα συμπάθειας, ελεημοσύνης, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

οἰκτιρμός, οῦ, ὁ,
pity, compassion, Pind.:—in pl. compassionate feelings, mercies, NTest.

Chinese

原文音譯:o„ktirmÒj 哀克提而摩士
詞類次數:名詞(5)
原文字根:憐憫 相當於: (חָנַן‎) (רַחַם‎ / רַחֲמִים‎)
字義溯源:慈悲,憐憫,憐恤,同情;源自(οἰκτείρω / οἰκτίρω)=發憐憫);而 (οἰκτείρω / οἰκτίρω)出自(οἰκτίρμων)X*=憐憫)。參讀 (οἰκτείρω / οἰκτίρω)同源字比較: (ἔλεος)=憐恤
出現次數:總共(5);羅(1);林後(1);腓(1);西(1);來(1)
譯字彙編
1) 慈悲(2) 羅12:1; 林後1:3;
2) 憐恤(2) 西3:12; 來10:28;
3) 憐憫(1) 腓2:1

English (Woodhouse)

appeal to pity

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)