θεουδής: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus

Menander, Monostichoi, 195
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3, $4.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=theoudis
|Transliteration C=theoudis
|Beta Code=qeoudh/s
|Beta Code=qeoudh/s
|Definition=ές, [[fearing God]], [[god-fearing]], [[God-fearing]], [[godfearing]], [[afraid of God]], [[pious]], [[religious]], [[godlike]], [[divine]], [[blessed]], [[sacred]], Hom. only in Od., καί σφιν νόος ἐστὶ θεουδής 6.121, 8.576, 9.176; θεουδέα θυμὸν ἔχοντα 19.364; βασιλῆος… ὅς τε θεουδής… εὐδικίας ἀνέχῃσι 19.109, cf. MAMA1.171 (Laodicea Combusta), etc. Adv. [[θεουδῶς]] = [[in a god-fearing manner]], [[in a God-fearing manner]], [[in a godlike manner]] Orph.Fr.169. (θεοδϝής contr. fr. θεοδϝεής, compd. of [[θεός]] and [[δέος]]: but taken as if = [[θεοειδής]] by late Poets, as Q.S.1.65, 3.775.)
|Definition=θεουδές, [[fearing God]], [[god-fearing]], [[God-fearing]], [[godfearing]], [[afraid of God]], [[pious]], [[religious]], [[godlike]], [[divine]], [[blessed]], [[sacred]], Hom. only in Od., καί σφιν νόος ἐστὶ θεουδής 6.121, 8.576, 9.176; θεουδέα θυμὸν ἔχοντα 19.364; βασιλῆος… ὅς τε θεουδής… εὐδικίας ἀνέχῃσι 19.109, cf. MAMA1.171 (Laodicea Combusta), etc. Adv. [[θεουδῶς]] = [[in a god-fearing manner]], [[in a God-fearing manner]], [[in a godlike manner]] Orph.Fr.169. (θεοδϝής contr. fr. θεοδϝεής, compd. of [[θεός]] and [[δέος]]: but taken as if = [[θεοειδής]] by late Poets, as Q.S.1.65, 3.775.)
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 09:05, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεουδής Medium diacritics: θεουδής Low diacritics: θεουδής Capitals: ΘΕΟΥΔΗΣ
Transliteration A: theoudḗs Transliteration B: theoudēs Transliteration C: theoudis Beta Code: qeoudh/s

English (LSJ)

θεουδές, fearing God, god-fearing, God-fearing, godfearing, afraid of God, pious, religious, godlike, divine, blessed, sacred, Hom. only in Od., καί σφιν νόος ἐστὶ θεουδής 6.121, 8.576, 9.176; θεουδέα θυμὸν ἔχοντα 19.364; βασιλῆος… ὅς τε θεουδής… εὐδικίας ἀνέχῃσι 19.109, cf. MAMA1.171 (Laodicea Combusta), etc. Adv. θεουδῶς = in a god-fearing manner, in a God-fearing manner, in a godlike manner Orph.Fr.169. (θεοδϝής contr. fr. θεοδϝεής, compd. of θεός and δέος: but taken as if = θεοειδής by late Poets, as Q.S.1.65, 3.775.)

German (Pape)

[Seite 1198] ές (schwerlich = θεοειδής, was nach der Analogie θεώδης gäbe, richtiger mit Buttm. Lexil. I, 169 ff. θεός u. δέος, für θεοδεής), gottesfürchtig, fromm, νόος, θυμός, Od. 6, 121. 19, 364; βασιλεὺς θεουδὴς ἀνάσσων 19, 109. Bei sp. D., wie Qu. Sm. 1, 64. 3, 775, übh. = θεῖος.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui craint les dieux, pieux, religieux.
Étymologie: θεός, δέος.

Russian (Dvoretsky)

θεουδής: богобоязненный, благочестивый, набожный (νόος, θυμός, βασιλεύς Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

θεουδής: -ές, φοβούμενος τὸν θεόν, «θεοφοβούμενος», εὐσεβής, Λατ. pius, παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῇ Ὀδ., καί σφιν νόος ἐστὶ θεουδὴς Ζ. 121, πρβλ. Θ. 201, Ι. 176· θεουδέα θυμὸν ἔχοντα Τ. 364· βασιλῆος... ὅστε θεουδὴς Τ. 109· οὕτω παρὰ μεταγεν. Ἐπικ. (Κοινῶς θεωρεῖται ὡς συνῃρημ. ἐκ τοῦ θεοειδής· ἀλλ’ ἡ ἀναλογία θὰ ἀπῄτει θεώδης, πρὸς δὲ καὶ ἡ ἔννοια αὕτη δὲν ἁρμόζει εἰς τὰ συμφραζόμενα. Πιθανῶς ὀρθῶς φρονεῖ ὁ Buttm. (Λεξιλ. ἐν λ.) νομίζων τὴν λέξιν ὡς ποιητ. κατὰ μεταπλασμὸν τύπου τοῦ θεοδεής, πρβλ. Nitzsch Ὀδ. Β. 119, καὶ τὰ Παλατιν. Σχόλ. ἑρμηνεύουσιν αὐτὴν διὰ τοῦ δεισιδαίμων. Μεταγεν. ὅμως ποιηταί, ὡς Κόϊντ. Σμ. 1. 64., 3. 775, χρῶνται τῷ θεουδὴς ἀκριβῶς ὡς συνωνύμῳ τῷ θεῖος.)

English (Autenrieth)

(θεός, δϝέος): god-fearing, pious. (Od.)

Greek Monolingual

θεουδής, -ές (Α)
1. ο ευσεβής, ο θεοφοβούμενος
2. ο θεοειδής.
επίρρ...
θεουδῶς (Α)
ευσεβώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο-δεής (θεο-δFεής) < θεο- + -δεής < δέος < δείδω (θ. δFειδ-). Η μορφή του α' συνθετικού θεού- μπορεί να αποδοθεί σε αντέκταση μετά τη σίγηση του -F- του θ., ενώ δυσερμήνευτη είναι η μετατροπή του -δεής σε -δής. Ίσως λόγω συγχύσεως με το β' συνθετικό -ειδής, όπως φαίνεται από τη χρήση του επιθ. σε ορισμένους συγγραφείς].

Greek Monotonic

θεουδής: ές, πιθ. = θεοδεής (θεός, δέος), αυτός που φοβάται το θεό, σε Ομήρ. Οδ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: god-fearing, devote (Od.)
Derivatives: θεούδεια f. fear of god (A. R. 3, 586)
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Contracted Att. PN Θουδῆς Θουδιάδου. - For θεο-δϜής < *θεο-δϜειής, to *δϜεῖος > δέος fear, s. v. The meaning like a god (late poets) rests on confusion with θεο-ειδής. Details in Bechtel Lex. s. v.; s. also Verdenius Mnemos. 4: 8, 232f.

Middle Liddell

θεου-δής, ές [prob. = θεοδεής] θεός, δέος
fearing God, Od.

Frisk Etymology German

θεουδής: {theoudḗs}
Meaning: gottesfürchtig, fromm (ep. seit Od.)
Derivative: mit θεούδεια f. Gottesfurcht (A. R. 3, 586).
Etymology: Daraus kontrahiert att. EN Θουδῆς Θουδιάδου. — Für θεοδϝής aus *θεοδϝειής, zu *δϝεῖος > δέος Furcht, s. d. Die Bedeutung göttergleich (sp. Dichter) beruht auf Vermischung mit θεοειδής. Einzelheiten bei Bechtel Lex. s. v.; s. auch Verdenius Mnemos. 4: 8, 232f. m. Lit.
Page 1,663

Translations

Arabic: وَرِع‎, تَقِيّ‎; Belarusian: богабаязны; Dutch: godvrezend; English: god-fearing, God-fearing, godfearing; Finnish: jumalaapelkäävä; French: religieux, craignant Dieu; German: gottesfürchtig; Greek: θεοφοβούμενος, που έχει τον φόβο του Θεού, που φοβάται τον Θεό, θεοβλαβούμενος, που ευλαβείται τον Θεό, θεοσεβής, θεοσεβούμενος, ευσεβής; Ancient Greek: εὐλαβής, θεοπειθής, θεοσεβής, θεουδής, θεόφοβος; Hebrew: יְרֵא אֱלקִים‎; Hungarian: istenfélő; Italian: timorato di Dio; Kurdish Central Kurdish: خواناس‎; Latin: pius, sanctus; Macedonian: богобојазлив; Norwegian Bokmål: gudfryktig; Polish: bogobojny; Portuguese: pio, devoto, temente a Deus; Russian: богобоязненный, богобоязливый; Spanish: pío, devoto, temeroso de Dios; Swedish: gudfruktig; Ukrainian: богобоязливий, богобоязний, богобоязкий