κλυδώνιον: Difference between revisions

From LSJ

τό γε μὴν ἀόργητον ἀνδρός ἐστι σοφοῦ → and to be able also to subdue anger is the part of a wise man

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3, $4, $5.<br")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=klydonion
|Transliteration C=klydonion
|Beta Code=kludw/nion
|Beta Code=kludw/nion
|Definition=τό, Dim. of [[κλύδων]], <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[little wave]], [[ripple]], <span class="bibl">E.<span class="title">Hec.</span>48</span>, etc.: pl., <span class="bibl">Id.<span class="title">Hel.</span>1209</span>: metaph., of a city, κλυδωνίου πολλαῖσι πληγαῖς ἄντλον οὐκ ἐδέξατο <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>795</span>: collectively, [[surf]], dub. l. in <span class="bibl">Th.2.84</span> (cf. [[κλύδων]]): without Dim. sense, <span class="bibl">Arr.<span class="title">Peripl.M.Eux.</span>3</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> metaph., κ. χολῆς <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span>183</span>.</span>
|Definition=τό, ''Dim. of'' [[κλύδων]],<br><span class="bld">A</span> [[little wave]], [[ripple]], E.''Hec.''48, etc.: pl., Id.''Hel.''1209: metaph., of a city, κλυδωνίου πολλαῖσι πληγαῖς ἄντλον οὐκ ἐδέξατο A.''Th.''795: collectively, [[surf]], dub. l. in Th.2.84 (cf. [[κλύδων]]): without Dim. sense, Arr.''Peripl.M.Eux.''3.<br><span class="bld">II</span> metaph., κ. χολῆς A.''Ch.''183.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κλυδώνιον -ου, τό [κλύδων] golf, golving, deining:; ἐν κλυδωνίοις ἁλός in de golven van de zee Eur. Hel. 1209; overdr.: κλυδώνιον χολῆς een golf van gal Aeschl. Ch. 183; πόλις δ’ ἐν … κλυδωνίου πολλαῖσι πληγαίς ἄντλον οὐκ ἐδέξατο in de talloze beukende golven heeft de stad geen water gemaakt Aeschl. Sept. 795.
|elnltext=κλυδώνιον -ου, τό [κλύδων] golf, golving, deining:; ἐν κλυδωνίοις ἁλός in de golven van de zee Eur. Hel. 1209; overdr.: κλυδώνιον χολῆς een golf van gal Aeschl. Ch. 183; πόλις δ’ ἐν … κλυδωνίου πολλαῖσι πληγαίς ἄντλον οὐκ ἐδέξατο in de talloze beukende golven heeft de stad geen water gemaakt Aeschl. Sept. 795.
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 10:32, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλῠδώνιον Medium diacritics: κλυδώνιον Low diacritics: κλυδώνιον Capitals: ΚΛΥΔΩΝΙΟΝ
Transliteration A: klydṓnion Transliteration B: klydōnion Transliteration C: klydonion Beta Code: kludw/nion

English (LSJ)

τό, Dim. of κλύδων,
A little wave, ripple, E.Hec.48, etc.: pl., Id.Hel.1209: metaph., of a city, κλυδωνίου πολλαῖσι πληγαῖς ἄντλον οὐκ ἐδέξατο A.Th.795: collectively, surf, dub. l. in Th.2.84 (cf. κλύδων): without Dim. sense, Arr.Peripl.M.Eux.3.
II metaph., κ. χολῆς A.Ch.183.

German (Pape)

[Seite 1457] τό, dim. von κλύδων, gelinder Wogenschlag, Eur. Hec. 48 Hel. 1225; bes. am Gestade, Brandung, Thuc. 2, 84. Übertr., κἀμοὶ προσέστη καρδίας κλυδώνιον χολῆς Aesch. Ch. 181, ἐν εὐδίᾳ τε καὶ κλυδωνίου πολλαῖσι πληγαῖς Spt. 777.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
mouvement des vagues, ballottement des flots, houle, clapotis.
Étymologie: κλύδων.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλυδώνιον -ου, τό [κλύδων] golf, golving, deining:; ἐν κλυδωνίοις ἁλός in de golven van de zee Eur. Hel. 1209; overdr.: κλυδώνιον χολῆς een golf van gal Aeschl. Ch. 183; πόλις δ’ ἐν … κλυδωνίου πολλαῖσι πληγαίς ἄντλον οὐκ ἐδέξατο in de talloze beukende golven heeft de stad geen water gemaakt Aeschl. Sept. 795.

Russian (Dvoretsky)

κλῠδώνιον: τό
1 волнение, прибой (ἐν κλυδωνίοις ἁλός Eur.);
2 перен. наплыв, прилив (χολῆς Aesch.).

Greek Monolingual

το (AM κλυδώνιον)
νεοελλ.
ναυτ. κυματώδης κατάσταση της θάλασσας ενδιάμεση μεταξύ του επισάλου και του κλύδωνα, κν. γερή φουρτούνα
(μσν.-αρχ.)
συμφορά, ταραχή
αρχ.
1. μικρός κλύδωνας
2. ανακίνηση, κύμανση
3. ελαφρά θραύση τών κυμάτων στην ακτή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλύδων + υποκορ. κατάλ. -ιον (πρβλ. μαχαίριον, πόδιον)].

Greek Monotonic

κλῠδώνιον: τό, υποκορ. του κλύδων,
I. μικρό κύμα, ελαφρός κυματισμός, ρυτίδωση (νερού), σε Ευρ.· γενικά, κύμα, σε Αισχύλ.· ως περιληπτικό ουσ., κύμα που σπάει στην ακτή, σε Θουκ.
II. μεταφ., κλ. χολῆς, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

κλῠδώνιον: τό, ὑποκορ. τοῦ κλύδων, μικρὰ κύμανσις, Εὐρ. Ἑκ. 48, κτλ.· καθόλου, κῦμα, Αἰσχύλ. Θήβ. 795· ἐν τῷ πληθ., Εὐρ. Ἑλ. 1209· ― ὡς ὄνομα, ῥόθιον, ἐλαφρὰ θραῦσις τῶν κυμάτων ἐπὶ τῆς κυματωγῆς, Θουκ. 2. 84. ΙΙ. μεταφορ., κλ. χολῆς Αἰσχύλ. Χο. 183.

Middle Liddell

κλῠδώνιον, ου, τό, [Dim. of κλύδων,]
I. a little wave, ripple, Eur.; generally, a wave, Aesch.:—as collective noun, the surf, Thuc.
II. metaph., κλ. χολῆς Aesch.

English (Woodhouse)

billow

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)