συμμάχομαι: Difference between revisions

From LSJ

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
m (Text replacement - "τινι" to "τινι")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=symmachomai
|Transliteration C=symmachomai
|Beta Code=summa/xomai
|Beta Code=summa/xomai
|Definition=fut. -οῦμαι <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>5.4.10</span>: aor. συνεμαχεσάμην <span class="bibl">Aeschin.2.169</span>:—[[fight along with]] others, to [[be an ally]], [[auxiliary]], <span class="bibl">Th.4.44</span>, <span class="bibl">8.26</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>699a</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span> 3.2.13</span>: c. dat., <span class="bibl">Id.<span class="title">An.</span>5.4.10</span>, <span class="bibl">6.1.13</span>; <b class="b3">τὸ οἰκὸς ἐμοὶ συμμάχεται</b> probability [[is on]] my [[side]], <span class="bibl">Hdt.7.239</span>; <b class="b3">σ. πρὸς τὸν δῆμον</b> against... <span class="bibl">Arist. <span class="title">Pol.</span>1300a18</span>; σ. τὴν μάχην Aeschin. [[l.c.]]—Prose word, [[συμμαχέω]] being used by Poets.
|Definition=fut. -οῦμαι X.''An.''5.4.10: aor. συνεμαχεσάμην Aeschin.2.169:—[[fight along with]] others, to [[be an ally]], [[auxiliary]], Th.4.44, 8.26, Pl.''Lg.''699a, X.''HG'' 3.2.13: c. dat., Id.''An.''5.4.10, 6.1.13; <b class="b3">τὸ οἰκὸς ἐμοὶ συμμάχεται</b> probability [[is on]] my [[side]], Hdt.7.239; <b class="b3">σ. πρὸς τὸν δῆμον</b> against... Arist. ''Pol.''1300a18; σ. τὴν μάχην Aeschin. [[l.c.]]—Prose word, [[συμμαχέω]] being used by Poets.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=συμ-μάχομαι, Att. ξυμμάχομαι meestrijden (met), geallieerd zijn (aan); met dat. iem.; met πρός + acc. tegen iem.; τὸ οἰκὸς ἐμοὶ συμμάχεται de waarschijnlijkheid staat aan mijn kant Hdt. 7.239.2.
|elnltext=συμ-μάχομαι, Att. ξυμμάχομαι meestrijden (met), geallieerd zijn (aan); met dat. iem.; met πρός + acc. tegen iem.; τὸ οἰκὸς ἐμοὶ συμμάχεται de waarschijnlijkheid staat aan mijn kant Hdt. 7.239.2.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συμμάχομαι:''' [ᾰ], μέλ. <i>-οῦμαι</i>, αόρ. αʹ <i>συνεμαχεσάμην</i>, παρακ. <i>συμμεμάχημαι</i>, αποθ., [[πολεμώ]] από κοινού με άλλους, [[συμπολεμώ]], είμαι [[σύμμαχος]], [[αρωγός]], [[επίκουρος]], [[βοηθός]], σε Ξεν.· γενικά, [[βοηθώ]], [[παρέχω]] [[αρωγή]], [[συντρέχω]], <i>τινι</i>, στον ίδ.· <i>τὸ οἰκὸς ἐμοὶ συμμάχεται</i>, οι πιθανότητες είναι με το [[μέρος]] μου, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''συμμάχομαι:''' [ᾰ], μέλ. <i>-οῦμαι</i>, αόρ. αʹ <i>συνεμαχεσάμην</i>, παρακ. <i>συμμεμάχημαι</i>, αποθ., [[πολεμώ]] από κοινού με άλλους, [[συμπολεμώ]], είμαι [[σύμμαχος]], [[αρωγός]], [[επίκουρος]], [[βοηθός]], σε Ξεν.· γενικά, [[βοηθώ]], [[παρέχω]] [[αρωγή]], [[συντρέχω]], <i>τινι</i>, στον ίδ.· <i>τὸ οἰκὸς ἐμοὶ συμμάχεται</i>, οι πιθανότητες είναι με το [[μέρος]] μου, σε Ηρόδ.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 10:28, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμμᾰχομαι Medium diacritics: συμμάχομαι Low diacritics: συμμάχομαι Capitals: ΣΥΜΜΑΧΟΜΑΙ
Transliteration A: symmáchomai Transliteration B: symmachomai Transliteration C: symmachomai Beta Code: summa/xomai

English (LSJ)

fut. -οῦμαι X.An.5.4.10: aor. συνεμαχεσάμην Aeschin.2.169:—fight along with others, to be an ally, auxiliary, Th.4.44, 8.26, Pl.Lg.699a, X.HG 3.2.13: c. dat., Id.An.5.4.10, 6.1.13; τὸ οἰκὸς ἐμοὶ συμμάχεται probability is on my side, Hdt.7.239; σ. πρὸς τὸν δῆμον against... Arist. Pol.1300a18; σ. τὴν μάχην Aeschin. l.c.—Prose word, συμμαχέω being used by Poets.

German (Pape)

[Seite 981] ion. συμμαχέομαι (Her.), dep. med. (s. μάχομαι), mit od. zusammen kämpfen; Plat. Legg. VIII, 699 a; ξίφος συμμεμαχημένον, Luc. Tyrann. 7; wozu mit dienen, τοῖς γυναικείοις κόσμοις συμμάχεται Ael. H. A. 4, 17, εἰς ὥραν V. H. 2, 14.

French (Bailly abrégé)

assister, être l'auxiliaire de, τινι.
Étymologie: σύν, μάχομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-μάχομαι, Att. ξυμμάχομαι meestrijden (met), geallieerd zijn (aan); met dat. iem.; met πρός + acc. tegen iem.; τὸ οἰκὸς ἐμοὶ συμμάχεται de waarschijnlijkheid staat aan mijn kant Hdt. 7.239.2.

Russian (Dvoretsky)

συμμάχομαι: (ᾰχ) (fut. συμμαχοῦμαι)
1 вместе сражаться, воевать в союзе (τινι Xen., Plat.): τὴν ἐν Μαντινεία μάχην σ. Aeschin. участвовать в сражении при Мантинее; σ. πρός τινα Arst. совместно бороться против кого-л.;
2 оказывать помощь, помогать (τινι Xen.): τὸ οἰκὸς ἐμοὶ συμμάχεται (v.l. συμμαχέεται) Her. правдоподобие (здесь) на моей стороне; οὐ μόνος, ἀλλὰ μετὰ τοῦ ξίφους τοῦ συμμεμαχημένου Luc. не один, а в сопровождении верного меча.

Greek Monolingual

ΝΑ, και αττ.τ. ξυμμάχομαι Α μάχομαι
(αποθ.) μάχομαι μαζί με άλλους, συμπολεμώ
αρχ.
1. (με δοτ.) βοηθώ, συντρέχω («εἰ καὶ γυναῑκες συνεμάχοντο αὐτοῖς», Ξεν.)
2. είμαι με το μέρος κάποιου.

Greek Monotonic

συμμάχομαι: [ᾰ], μέλ. -οῦμαι, αόρ. αʹ συνεμαχεσάμην, παρακ. συμμεμάχημαι, αποθ., πολεμώ από κοινού με άλλους, συμπολεμώ, είμαι σύμμαχος, αρωγός, επίκουρος, βοηθός, σε Ξεν.· γενικά, βοηθώ, παρέχω αρωγή, συντρέχω, τινι, στον ίδ.· τὸ οἰκὸς ἐμοὶ συμμάχεται, οι πιθανότητες είναι με το μέρος μου, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

συμμάχομαι: [ᾰ], μέλλ. -οῦμαι· ἀόρ. συνεμαχεσάμην· πρκμ. συμμεμάχημαι· ἀποθ. Μάχομαι ὁμοῦ μετ’ ἄλλων, εἶμαι σύμμαχος, ἐπίκουρος, βοηθός, Πλάτ. Νόμ. 699Α, καὶ Ξεν.· καθόλου, βοηθῶ, ἐπικουρῶ, συντρέχω, τινι ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 5. 4, 10· τὸ οἰκὸς ἐμοὶ συμμάχεται, ἡ πιθανότης εἶναι ὑπὲρ ἐμοῦ, Ἡρόδ. 7. 239, πρβλ. Ἀντιφῶντα 134. 24· σ. πρὸς τὸν δῆμον, ἐναντίον τοῦ δήμ., Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 15, 15· σ. τὴν μάχην Αἰσχίν. 59. 38. ― λέξις τῶν πεζογράφων, ἀνθ’ ἧς οἱ ποιηταὶ ἔχουσι τὸ συμμαχέω.

Middle Liddell

fut. οῦμαι aor1 συνεμαχεσάμην perf. συμμεμάχημαι
Dep.:— to fight along with others, to be an ally, auxiliary, Xen.: generally, to help, succour, τινι Xen.; τὸ οἰκὸς ἐμοὶ συμμάχεται probability is on my side, Hdt.