βαρύφρων: Difference between revisions

From LSJ
mNo edit summary
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=varyfron
|Transliteration C=varyfron
|Beta Code=baru/frwn
|Beta Code=baru/frwn
|Definition=ον, gen. ονος, ([[φρήν]]) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[heavy of mind]], [[melancholy]], [[gloomy]], συντυχίαι <span class="title">Lyr.Adesp.</span>140.8; Αἰήτης <span class="bibl">A.R.4.731</span>; [[savage]], ταῦρος Lyc.464; [[cruel]], δαίμων <span class="bibl">Opp.<span class="title">H.</span>4.174</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[weighty of purpose]], [[grave-minded]], <span class="bibl">Theoc.25.110</span>.</span>
|Definition=βαρύφρον, gen. ονος, ([[φρήν]])<br><span class="bld">A</span> [[heavy of mind]], [[melancholy]], [[gloomy]], συντυχίαι ''Lyr.Adesp.''140.8; Αἰήτης A.R.4.731; [[savage]], ταῦρος Lyc.464; [[cruel]], δαίμων Opp.''H.''4.174.<br><span class="bld">2</span> [[weighty of purpose]], [[grave-minded]], Theoc.25.110.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 10:39, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰρῠ́φρων Medium diacritics: βαρύφρων Low diacritics: βαρύφρων Capitals: ΒΑΡΥΦΡΩΝ
Transliteration A: barýphrōn Transliteration B: baryphrōn Transliteration C: varyfron Beta Code: baru/frwn

English (LSJ)

βαρύφρον, gen. ονος, (φρήν)
A heavy of mind, melancholy, gloomy, συντυχίαι Lyr.Adesp.140.8; Αἰήτης A.R.4.731; savage, ταῦρος Lyc.464; cruel, δαίμων Opp.H.4.174.
2 weighty of purpose, grave-minded, Theoc.25.110.

Spanish (DGE)

(βᾰρύφρων) -ον
cruel συντυχίαι Lyr.Adesp.100b.8, Αἰήτης A.R.4.731, Ἡρακλῆς Theoc.25.110, Νέμεσις AP 12.141, δαίμων Opp.H.4.174
salvaje ταῦρος Lyc.464, θύννη Opp.H.4.505.

German (Pape)

[Seite 435] ον, schwermütig, mißmütig, Theocr. 25, 110; Ap. Rh. 4, 731; Mel. 34 (XII, 141) u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
1 dont l'esprit est accablé, triste ; ou simpl. grave;
2 au cœur dur : cruel, sauvage.
Étymologie: βαρύς, φρήν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βαρύφρων -ον, gen. -ονος βαρύς, φρήν ernstig, vastberaden.

Russian (Dvoretsky)

βαρύφρων: 2, gen. ονος разгневанный, гневный (Νέμεσις Anth.; Ἡρακλῆς Theocr. - v.l. к βαθύφρων).

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρύφρων: ον,γεν.-ονος,(φρήν) βαρύθυμος, μελαγχολικός, κατηφής, συντυχίαι Λυρ. παρὰ Στοβ. Ἐκλ. 1.174· -ἄγριος, ταῦρος Λυκόφρ. 464. 2) σπουδαῖον ἔχων σκοπὸν (βαθύφρων, Kiessling), Θεόκρ. 25.110,Ἀπολλ.Ρόδ. Δ.731.

Greek Monolingual

βαρύφρων (-ονος), ο, η (AM)
1. (για ζώο) άγριος
2. (για άνθρωπο) απολίτιστος
αρχ.
1. βαρύθυμος
2. σκληρός, άσπλαχνος
3. σταθερός, αποφασιστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + -φρων < φρην (-ενός) «νους, καρδιά»].

Greek Monotonic

βᾰρύφρων: -ον (φρήν), γεν. -ονος, βαρύθυμος, κατηφής, αυτός που έχει σπουδαίο σκοπό, αυτός που έχει σοβαρή σκέψη, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

φρήν
weighty of purpose, grave-minded, Theocr.