δραπέτης: Difference between revisions
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''δρᾱπέτης:'''<br /><b class="num">I</b> дор. δρᾱπέτας, ион. [[δρηπέτης]], ου adj. m<br /><b class="num">1</b> [[бежавший]], [[беглый]] ([[ἀνήρ]] Soph. и [[ἄνθρωπος]] Plat.; [[δοῦλος]] Her.): δ. [[πούς]] Eur., Aeschin. бегущий, беглец;<br /><b class="num">2</b> [[быстро убегающий]], [[ускользающий]], [[неуловимый]] ([[ὄλβος]] Pind.; [[τροχίλος]] Arst.; [[βίος]] Anth.): δ. [[κλῆρος]] Soph. досл. распадающийся (подраз. в урне) жребий, т. е. жребий, заранее обеспечивающий успех, подложный, нечестный (при бросании жребия глиняный черепок подменяли иногда куском рыхлой земли).<br /><b class="num">II</b> ион. [[δρηπέτης]], ου ὁ беглец Soph., Her., Plut. | |elrutext='''δρᾱπέτης:'''<br /><b class="num">I</b> дор. δρᾱπέτας, ион. [[δρηπέτης]], ου adj. m<br /><b class="num">1</b> [[бежавший]], [[беглый]] ([[ἀνήρ]] Soph. и [[ἄνθρωπος]] Plat.; [[δοῦλος]] Her.): δ. [[πούς]] Eur., Aeschin. бегущий, беглец;<br /><b class="num">2</b> [[быстро убегающий]], [[ускользающий]], [[неуловимый]] ([[ὄλβος]] Pind.; [[τροχίλος]] Arst.; [[βίος]] Anth.): δ. [[κλῆρος]] Soph. досл. распадающийся (подраз. в урне) жребий, т. е. жребий, заранее обеспечивающий успех, подложный, нечестный (при бросании жребия глиняный черепок подменяли иногда куском рыхлой земли).<br /><b class="num">II</b> ион. [[δρηπέτης]], ου ὁ [[беглец]] Soph., Her., Plut. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 08:45, 11 May 2023
English (LSJ)
ου, Ion. δρηπέτης, εω, ὁ, (διδράσκω, δρᾶναι)
A runaway, βασιλέος from the king, Hdt.3.137; esp. runaway slave, δούλοισι, καὶ τοῦτο δρηπέτῃσι Id.6.11, cf. Ar.Ach.1187, Herod. 3.13, etc.; δραπέτης ἀνήρ S.Fr.63.
2 Adj., ποὺς δραπέτης E.Or.1498 (lyr.), cf. Aeschin.3.152; βίος δραπέτης = fugitive life, AP10.87 (Pall.); οὐ δραπέτην τὸν κλῆρον ἐς μέσον μεθείς no skulker's lot, i. e. not a lump of earth which would fall in pieces, of the lot of Cresphontes, S.Aj.1285.
II fem. δρᾱπέτις, ιδος, Luc.Asin.25: as adjective, στέγη a home whose occupants are shifting, S.Fr.174; ψυχή AP12.80 (Mel.); μέλισσαι Ael.Ep.5; Δραπέτιδες = Fugitive Women, title of play by Cratinus.
Spanish (DGE)
(δρᾱπέτης) -ου
• Alolema(s): jón. δρηπέτης Hdt.3.137, dór. δραπέτας E.Or.1498, IPArk.17.153 (Estínfalo III a.C.), Anacreont.58.1
I adj.
1 que huye, fugitivo ἄνδρα βασιλέος δρηπέτην Hdt.l.c., ἐκ τῆς ἐμαυτοῦ τούσδε (los Heráclidas) δραπέτας ἔχων E.Heracl.140, νύκτα τηρήσας δ. γίνεται Gr.Naz.Ep.246.6
•esp. de esclavos δραπέται τ' οἰχοίατο E.IT 1341, δραπέταν γὰρ ἐξέκλεπτον ἐκ δόμων πόδα E.l.c., cf. S.Ai.1285.
2 fugitivo, huidizo de un ave δυσάλωτος δὲ καὶ δ. Arist.HA 615a18
•fig. ὄλβος Pi.Fr.134, βίος AP 10.87 (Pall.), πλοῦτος Chrys.M.55.515, del oro Anacreont.l.c.
II subst. ὁ δ.
1 fugitivo ἐν ὄρφνῃ δ. μέγα σθένει E.Rh.69, Δραπέται = Fugitivos tít. de una comedia de Alexis, tb. llamada Leucadia Ath.94f
•de militares desertor Plb.15.18.3, 21.32.5.
2 esclavo fugitivo, cimarrón δούλοισι ... ὡς δρηπέτῃσι Hdt.6.11, δ. ἐστιγμένος Ar.Au.760, μηθεὶς ὑποδεχέσθω τοὺς δραπέτας IG 5(1).1390.81 (Andania I a.C.), cf. D.59.9, Luc.Fug.32, Arr.Epict.1.9.8, 3.26.1, A.Al.18.2.6, παρατηρητέον καὶ ἐπὶ κλοπῶν καὶ δραπετῶν Vett.Val.431.29
•empleado como insulto o mofa ἐγὦιδα τούτου τὰς τέχνας τοῦ δραπέτου Men.Asp.398, cf. Car.35, Vit.Aesop.G 33
•simpl. esclavo δεσπότης ὄνομα ... καὶ τοῖς ἕνα δραπέτην κεκτημένοις Lyd.Mag.1.6.
3 δραπέται· δυνατοί EM 286.54G.
• Etimología: Deriv. en *-p- de formación oscura (la rel. c. ai. drāpayati es indemostrable), sobre *drHu̯2- e.e. la r. que da lugar a διδράσκω q.u., δραμεῖν, etc.
German (Pape)
[Seite 665] ὁ (διδράσκω), ein entlaufener Sklav, übh. Ausreißer; Pind. frg. 99; Ar. Ach. 1187; Eur. Rhes. 69. Auch adj., πούς Eur. Or. 1498, wie Aesch. 3, 152; ἄνθρωπος Plat. Men. 97 e; κλῆρος Soph. Ai. 1285; βίος, das schnell entschwindende Leben, Pallad. 117 (X, 87).
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
fugitif : δραπέτης βασιλέος HDT qui s'enfuit de chez le roi ; δραπέτου κλῆρος SOPH jeton ou boule d'un fuyard, càd d'un poltron ; abs. ὁ δραπέτης esclave fugitif, déserteur.
Étymologie: *διδράσκω, πίπτω.
Russian (Dvoretsky)
δρᾱπέτης:
I дор. δρᾱπέτας, ион. δρηπέτης, ου adj. m
1 бежавший, беглый (ἀνήρ Soph. и ἄνθρωπος Plat.; δοῦλος Her.): δ. πούς Eur., Aeschin. бегущий, беглец;
2 быстро убегающий, ускользающий, неуловимый (ὄλβος Pind.; τροχίλος Arst.; βίος Anth.): δ. κλῆρος Soph. досл. распадающийся (подраз. в урне) жребий, т. е. жребий, заранее обеспечивающий успех, подложный, нечестный (при бросании жребия глиняный черепок подменяли иногда куском рыхлой земли).
II ион. δρηπέτης, ου ὁ беглец Soph., Her., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
δρᾱπέτης: -ου, Ἰων. δρηπέτης, εω, ὁ, (ἐκ τοῦ διδράσκω, δρᾶναι)· - ὁ φεύγων, Λατ. fugitivus, βασιλέος, ἀπὸ τοῦ βασιλέως, Ἡρόδ. 3. 137· - ἰδίως ὁ δραπετεύσας, κρυφίως φυγὼν δοῦλος, δούλοισι, καὶ τοῦτο δρηπέτῃσι ὁ αὐτ. 6. 11· δρ. ἀνὴρ Σοφ. Ἀποσπ. 60. 2) ὡς ἐπίθ., ποὺς δρ. Εὐρ. Ὀρ. 1498· βίος δρ. Ἀνθ. Π. 10. 87· οὐ δραπέτην τὸν κλῆρον… μεθείς, οὐχὶ τοιοῦτον ὥστε νὰ δύναται νὰ διαλυθῇ καὶ νὰ μὴ ἐξαχθῇ ἐκ τῆς κληρωτίδος, οἷος βῶλος χώματος, Σοφ. Αἴ. 1285. - Πιθ. μεθ’ ὑπαινιγμοῦ πρὸς τὸν μῦθον περὶ Κρεσφόντου, ὡς διηγεῖται αὐτὸν ὁ Ἀπολλόδ. 2. 8, 4. ΙΙ. θηλ. δρᾱπέτις, ιδος, Σοφ. Ἀποσπ. 148, Ἀνθ. Π. 12. 80· Δραπέτιδες, κωμῳδία τοῦ Κρατίνου.
Greek Monolingual
ο (θηλ. δραπέτισσα και δραπέτις, η) (AM δραπέτης
θηλ. δραπέτις, η)
1. κρατούμενος, φυλακισμένος, δούλος κ.λπ., που έφυγε κρυφά, φυγάς
2. μτφ. αυτός που προσπαθεί να αποφύγει το καθήκον του
νεοελλ.
1. κολεόπτερο έντομο της οικογένειας ευκνημίδες
2. δίπτερο της οικογένειας εμπιδίδες
αρχ.
1. δούλος
2. ως επίθ. φρ. «δραπέτης βίος» — σύντομη ζωή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Στη λ. δραπέτης απαντά θ. δρᾶπ- στο οποίο ανερμήνευτο παραμένει το -π- (βλ. και λ. διδράσκω)].
Greek Monotonic
δρᾱπέτης: -ου, Ιων. δρηπέτης, -εω, ὁ (δι-δράσκω),
1. δραπέτης, φυγάς, Λατ. fugitivus, βασιλέος, από το βασιλιά, σε Ηρόδ.· δραπέτης δούλος, στον ίδ.
2. ως επίθ., αυτός που διαφεύγει, αυτός που δραπετεύει, που χάνεται, που εξαφανίζεται, δραπέτης κλῆρος, κλήρος που θρυμματίζεται και διαλύεται πριν εξαχθεί από την κληρωτίδα, όπως ο σβώλος χώματος, σε Σοφ.
Frisk Etymological English
See also: s. ἀπο-διδράσκω.
Middle Liddell
δρᾱπέτης, ου, n n n n n διδράσκω
1. a runaway, Lat. fugitivus, βασιλέος from the king, Hdt.:— a runaway slave, Hdt.
2. as adj., runaway, fugitive, δραπέτης κλῆρος a lot of fugitive kind, i. e. crumbling clod of earth, which could not be drawn out of the urn, Soph.
Frisk Etymology German
δραπέτης: {drapétēs}
See also: s. ἀποδιδράσκω.
Page 1,415
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=αὐτός πού φεύγει κρυφά). Ἀπό ρίζα δρα- τοῦ διδράσκω + πέτομαι. Ἀπό τή ρίζα δραπαράγονται οἱ λέξεις: διδράσκω (μέ ἐνεστ. ἀναδιπλ. δι), ἀπόδρασις, δρασμός, ἀναπόδραστος, ἄδραστος, δραπετεύω, δραπέτευσις.
Translations
deserter
Albanian: dezertor; Arabic: هَارِب; Armenian: դասալիք; Azerbaijani: fərari, dezertir; Belarusian: дэзерці́р, дэзэртыр; Bulgarian: дезертьор; Burmese: တပ်ပြေး; Catalan: desertor; Chinese Mandarin: 逃兵; Czech: dezertér, dezertérka, zběh; Danish: desertør; Dutch: deserteur; Estonian: desertöör; Finnish: sotilaskarkuri; French: déserteur, déserteuse; Georgian: დეზერტირი; German: Deserteur, Fahnenflüchtiger; Greek: λιποτάκτης; Ancient Greek: ἀποστάτης, ἀσπιδαποβλής, αὐτόμολος, αὐτομολῶν, αὐτομολήσας, ηὐτομοληκώς, δησέρτωρ, δραπέτης, λειποτάκτης, λιποστρατιώτης, λιποτάκτης, ῥίψασπις, φυγάς; Hebrew: עָרִיק; Hindi: भागू, भग्गू, पलायक; Hungarian: dezertőr, szökevény; Indonesian: desertir; Italian: disertore, disertrice; Japanese: 脱走兵; Kazakh: дезертир, қашқын; Khmer: ទាហានរត់, ទាហានរមត់, អ្នករមត់; Korean: 탈영병(脫營兵), 탈주병(脫走兵), 탈주자(脫走者), 탈영자(脫營者), 변절자(變節者); Kurdish Northern Kurdish: revok; Kyrgyz: дезертир, качкын; Latin: desertor; Latvian: dezertieris; Lithuanian: dezertyras; Macedonian: дезертер; Malay: pembolos; Norwegian Bokmål: desertør; Nynorsk: desertør; Pashto: پراري, ښکری; Persian: فراری; Polish: dezerter, dezerterka; Portuguese: desertor; Romanian: dezertor; Russian: дезертир; Serbo-Croatian Cyrillic: дезѐрте̄р; Roman: dezèrtēr; Slovak: dezertér, dezertérka, zbeh; Slovene: dezerter; Spanish: desertor; Swedish: desertör; Tajik: фирорӣ, гуреза; Thai: ผู้ละทิ้ง; Turkish: asker kaçağı, firari; Ukrainian: дезертир; Uzbek: dezertir, qochoq; Vietnamese: kẻ đào
fugitive
Afrikaans: vlugteling; Albanian: arratisur; Arabic: هَارِب, هَارِبَة; Armenian: փախստական; Aromanian: fugar; Azerbaijani: qaçaq, fərari, qaçqın; Belarusian: уцякач, уцякачка, бяглец, бягляк, бяглячка; Bulgarian: беглец; Catalan: fugitiu, pròfug; Chinese Mandarin: 逃亡者, 逃犯; Czech: uprchlík, uprchlice, utečenec, utečenka; Danish: flygtning; Dutch: vluchteling, vluchtelinge, voortvluchtige; Estonian: põgeneja, jooksik; Finnish: karkulainen, pakolainen; French: fugitif, fugitive; Galician: fuxitivo; Georgian: გაქცეული, ლტოლვილი; German: Flüchtling; Greek: φυγάς; Ancient Greek: ἀποπλανίας, βέρρης, δησέρτωρ, διαδεδρακώς, διαδιδράσκων, δραπέτης, δραπετίδας, δραπετικός, δράστης, δράψ, δρηπέτης, ἱκέτης, μετανάστης, μετανάστις, μετανάστρια, πρόφυξ, φυγάς; Hebrew: מבוקש, עבריין נמלט; Hindi: भगोड़ा, भग्गू; Hungarian: szökevény; Indonesian: buronan; Italian: latitante; Japanese: 逃亡者; Kannada: ತಲೆತಪ್ಪಿಸಿಕೊಂಡವನು; Kazakh: қашқын, қашақ; Korean: 도망자(逃亡者); Kyrgyz: качкын; Latin: fugitivus; Latvian: bēglis; Lithuanian: pabėgėlis; Macedonian: бегалец, бегалка; Maori: taurewa, rerenga; Norwegian Bokmål: rømling; Old English: flīema; Pashto: پراري; Persian: فراری; Polish: uciekinier, uciekinierka, zbieg; Portuguese: fugitivo, foragido; Romanian: fugar, fugară, evadat, evadată; Russian: беглец, беглянка; Scottish Gaelic: fògarrach; Serbo-Croatian Cyrillic: бегунац, бегуница, бегунка; Roman: begúnac, begunica, begunka; Slovak: utečenec, utečenkyňa, utečenka; Slovene: ubežnik, ubežnica; Southern Altai: качкын; Spanish: fugitivo, prófugo; Swedish: flykting; Tagalog: pugante; Tajik: фирорӣ; Telugu: పలాయితుడు; Turkish: firari, kaçak; Turkmen: gaçgak; Ukrainian: утікач, утікачка, втікач, втікачка; Urdu: مفرور; Uyghur: قاچقۇن; Uzbek: qochqin, qochoq; Welsh: ffoadur