ὑστέρημα: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt

Menander, Monostichoi, 555
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
 
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὑστέρημα:''' ατος τό недостаток, скудость, нужда NT.
|elrutext='''ὑστέρημα:''' ατος τό [[недостаток]], [[скудость]], [[нужда]] NT.
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 09:38, 16 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑστέρημα Medium diacritics: ὑστέρημα Low diacritics: υστέρημα Capitals: ΥΣΤΕΡΗΜΑ
Transliteration A: hystérēma Transliteration B: hysterēma Transliteration C: ysterima Beta Code: u(ste/rhma

English (LSJ)

-ατος, τό, lack, shortage, shortcoming, deficiency, need, LXX Ps.33(34).10, Ev.Luc.21.4, Corp.Herm. 13.1, etc.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
manque, pénurie, indigence.
Étymologie: ὑστερέω.

German (Pape)

τό, das Nachstehen, Nachteil, Mangel, Bedürfnis, Sp., wie NT.

Russian (Dvoretsky)

ὑστέρημα: ατος τό недостаток, скудость, нужда NT.

Greek (Liddell-Scott)

ὑστέρημα: τὸ, ἔλλειψις, ἀνάγκη, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΛΓ΄, 10), Εὐαγγ. κ. Λουκ. κα΄, 4, κ. ἀλλ.

English (Strong)

from ὑστερέω; a deficit; specially, poverty: that which is behind, (that which was) lack(-ing), penury, want.

English (Thayer)

ὑστερήματος, τό (ὑστερέω);
a. deficiency, that which is lacking: plural with a genitive of the thing whose deficiency is to be filled up, ἀνταναπληρόω, and θλῖψις under the end); τό ὑστέρημα with a genitive (or its equivalent) of the person, the absence of one, ὑμέτερον being taken objectively (Winer's Grammar, § 22,7; Buttmann, § 132,8); others take ὑμέτερον subjectively and render that which was lacking on your part); τό ὑμῶν ὑστέρημα τῆς πρός με λειτουργίας, your absence, owing to which something was lacking in the service conferred on me (by you), poverty, want, destitution: Judges 18:10, etc.; ecclesiastical writings).

Greek Monolingual

το / ὑστέρημα, -ήματος, ΝΜΑ ὑστερῶ
1. έλλειψη, έλλειμμα
2. φρ. «από το ὑστέρημά μου» και «ἐκ τοῦ ὑστερήματος» — από εκείνο που μόλις μού φτάνει, που μόλις επαρκεί για την συντήρησἠ μου
αρχ.
ένδεια, ανάγκη («φοβήθητε τὸν κύριον πάντες οἱ ἄγιοι αὐτοῦ, ὅτι οὐκ ἔστιν ὑστέρημα τοῖς φοβουμένοις αὐτόν», ΠΔ).

Greek Monotonic

ὑστέρημα: -ατος, τό, έλλειμμα, ανάγκη, έλλειψη, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

ὑστέρημα, ατος, τό,
deficiency, need, want, NTest.

Chinese

原文音譯:Østšrhma 虛士帖雷馬
詞類次數:名詞(9)
原文字根:缺少(結果) 相當於: (מַחְסׄור‎)
字義溯源:不足,缺乏,缺少,缺欠,空缺,貧窮,缺點;源自(ὑστερέω)=趕不上,次等的),而 (ὑστερέω)出自(ὕστερος)=末後的), (ὕστερος)又出自(ὑπό)*=被,在⋯下)
出現次數:總共(9);路(1);林前(1);林後(4);腓(1);西(1);帖前(1)
譯字彙編
1) 不足(5) 路21:4; 林後8:14; 林後8:14; 腓2:30; 帖前3:10;
2) 缺乏(2) 林後9:12; 林後11:9;
3) 缺欠(1) 西1:24;
4) 空缺(1) 林前16:17