ἀνεπίξεστος: Difference between revisions
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0225.png Seite 225]] nicht überglättet, unvollendet, [[δόμος]] Hes. O. 744, Schol. ἀτελης καὶ ακόσμητος. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0225.png Seite 225]] [[nicht überglättet]], [[unvollendet]], [[δόμος]] Hes. O. 744, Schol. ἀτελης καὶ ακόσμητος. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀνεπίξεστος:''' досл. не обтесанный, перен. незаконченный ([[δόμος]] Hes.). | |elrutext='''ἀνεπίξεστος:''' досл. [[не обтесанный]], перен. [[незаконченный]] ([[δόμος]] Hes.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 13:48, 23 November 2024
English (LSJ)
ἀνεπίξεστον, not polished, not finished, δόμος Hes.Op.746, Them.Or.26.388b.
Spanish (DGE)
-ον
no pulido, no acabado, δόμος Hes.Op.746, ἀνδρών Them.Or.26.322b.
German (Pape)
[Seite 225] nicht überglättet, unvollendet, δόμος Hes. O. 744, Schol. ἀτελης καὶ ακόσμητος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 non poli;
2 p. ext. non achevé.
Étymologie: ἀ, ἐπιξέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεπίξεστος: досл. не обтесанный, перен. незаконченный (δόμος Hes.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπίξεστος: -ον, ὁ μὴ ἐπιξεσθείς, ἀκόσμητος, ἀτελής, μηδὲ δόμον ποιῶν ἀνεπίξεστον καταλείπειν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 746, Θεμίστ. 338Β. Ὁ Göttling παρατηρῶν ὅτι ἐν Ἡσυχ. εὐθὺς κατωτέρω ὑπάρχει ἡ φράσις χυτροπόδων ἀνεπιρρέκτων, ὑποπτεύει μήπως τὰ δύο ἐπίθετα μετετοπίσθησαν, καὶ ὡς ἐκ τούτου ἐν στίχ. 746 ἀνάγκη ν’ ἀναγνώσωμεν δόμον ἀνεπίρρεκτον, μὴ καθιερωθεῖσαν οἰκίαν, καὶ ἐν 746 χυτροπόδων ἀνεπιξέστων, μὴ ἐπεξεσμένων χυτρῶν· ἀλλ’ οὐδεμία ἀνάγκη τοιαύτης μεταθέσεως ὑπάρχει.
Greek Monolingual
ἀνεπίξεστος, -ον (AM)
(για οικοδόμημα)
ο αδιακόσμητος, ο μισοτελειωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + επιξέω «ξέω την επιφάνεια, διακοσμώ»].
Greek Monotonic
ἀνεπίξεστος: -ον (ἐπί, ξέω), μη γυαλισμένος (αγυάλιστος) ή ακόσμητος, ατελής, σε Ησίοδ.