Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φυλετικός: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον → Not to be born is, past all prizing, best.

Sophocles, Oedipus Coloneus l. 1225
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=fyletikos
|Transliteration C=fyletikos
|Beta Code=fuletiko/s
|Beta Code=fuletiko/s
|Definition=φυλετική, φυλετικόν,<br><span class="bld">A</span> of or for a [[φυλέτης]], [[δικαστήριον|δικαστήρια]], [[δίκη|δίκαι]], Pl.''Lg.''768c, 915c; φυλετικαὶ φιλίαι [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1161b13. Adv. [[φυλετικῶς]] = [[like tribesmen]], [[as members of the tribe]], Id.''SE''164a27.<br><span class="bld">2</span> = Lat. [[tributus]], [[φυλετικὴ ἐκκλησία]] = [[tribal assembly]], Lat. [[comitia tributa]], D.H.7.59; ἡ [[φυλετική]] (''[[sc.]]'' [[ἐκκλησία]]) App.''BC'' 3.30; [[φυλετικαὶ ἀρχαιρεσίαι]] = [[elections of the tribal magistrates]] D.C.53.23.<br><span class="bld">II</span> [[belong]]ing to a [[φυλή]], γέαι ''BSA''22.212 (Mylasa).
|Definition=φυλετική, φυλετικόν,<br><span class="bld">A</span> [[of a member of the tribe]], [[for a member of the tribe]] or [[by a member of the tribe]] ([[φυλέτης]]), [[δικαστήριον|δικαστήρια]], [[δίκη|δίκαι]], Pl.''Lg.''768c, 915c; φυλετικαὶ φιλίαι [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1161b13. Adv. [[φυλετικῶς]] = [[like tribesmen]], [[as members of the tribe]], Id.''SE''164a27.<br><span class="bld">2</span> = Lat. [[tributus]], [[φυλετικὴ ἐκκλησία]] = [[tribal assembly]], Lat. [[comitia tributa]], D.H.7.59; ἡ [[φυλετική]] (''[[sc.]]'' [[ἐκκλησία]]) App.''BC'' 3.30; [[φυλετικαὶ ἀρχαιρεσίαι]] = [[elections of the tribal magistrates]] D.C.53.23.<br><span class="bld">II</span> [[belong]]ing to a [[φυλή]], γέαι ''BSA''22.212 (Mylasa).
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 21:42, 8 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῡλετικός Medium diacritics: φυλετικός Low diacritics: φυλετικός Capitals: ΦΥΛΕΤΙΚΟΣ
Transliteration A: phyletikós Transliteration B: phyletikos Transliteration C: fyletikos Beta Code: fuletiko/s

English (LSJ)

φυλετική, φυλετικόν,
A of a member of the tribe, for a member of the tribe or by a member of the tribe (φυλέτης), δικαστήρια, δίκαι, Pl.Lg.768c, 915c; φυλετικαὶ φιλίαι Arist.EN1161b13. Adv. φυλετικῶς = like tribesmen, as members of the tribe, Id.SE164a27.
2 = Lat. tributus, φυλετικὴ ἐκκλησία = tribal assembly, Lat. comitia tributa, D.H.7.59; ἡ φυλετική (sc. ἐκκλησία) App.BC 3.30; φυλετικαὶ ἀρχαιρεσίαι = elections of the tribal magistrates D.C.53.23.
II belonging to a φυλή, γέαι BSA22.212 (Mylasa).

German (Pape)

[Seite 1314] dem φυλέτης gehörig, eigen, ihn betreffend; δικαστήρια, δίκαι, Plat. Legg. VI, 768 c XI, 915 c; φυλετικὴ ἐκκλησία, comitia tributa, D. Hal. 7, 59; ψηφοφορία 9, 41.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne une tribu ou les membres d'une tribu.
Étymologie: φυλή.

Russian (Dvoretsky)

φῡλετικός: касающийся (данной) филы: αἱ φυλετικαὶ δίκαι Plat. юрисдикция фил; αἱ φυλετικαὶ φιλίαι Arst. дружба между сочленами филы.

Greek (Liddell-Scott)

φῡλετικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς φυλέτην, δικαστήρια, δίκαι Πλάτ. Νόμ. 768C, 915C· φ. φιλίαι Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 8. 12, 1· ― ἐκκλησία φ., τὸ Ρωμαϊκὸν comitia tributa, Διονύσ. Ἁλ. 7. 59. ― Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τὸν τρόπον τῶν φυλετῶν, Ἀριστ. Σοφιστ. Ἔλεγχ. 1, 2.

Greek Monolingual

-ή, -ό / φυλετικός, -ή, -όν, ΝΑ φυλέτης
νεοελλ.
1. αυτός που αναφέρεται στις σχέσεις μεταξύ τών φυλών, τών εθνοτήτων (α. «φυλετικό μίσος» β. «φυλετικές συγκρούσεις στην περιοχή»)
2. αυτός που αφορά το φύλο, σεξουαλικός
3. φρ. α) «φυλετικά κύτταρα»
βιολ. τα αναπαραγωγικά κύτταρα
β) «φυλετικά χαρακτηριστικά» ή «φυλετικά γνωρίσματα»
βιολ. τα χαρακτηριστικά με βάση τα οποία διακρίνονται μεταξύ τους το θηλυκό και το αρσενικό άτομο του ίδιου είδους
γ) «πρωτογενή φυλετικά χαρακτηριστικά»
βιολ. όλα τα όργανα που συνδέονται άμεσα με την παραγωγή, την έκκριση και την ανταλλαγή γαμετών
δ) «δευτερογενή φυλετικά χαρακτηριστικά»
βιολ. τα σωματικά χαρακτηριστικά που σχετίζονται ποικιλοτρόπως με τον σχηματισμό του γεννητικού συστήματος και αναπτύσσονται μόνον αφού το άτομο φθάσει στην εφηβεία
ε) «φυλετικά χρωμοσώματα»
βιολ. τα ετεροχρωματοσώματα
στ) «φυλετικές διακρίσεις»
(νομ.) το σύνολο τών νομικών και πραγματικών διακρίσεων που θίγουν την αξιοπρέπεια του ανθρώπου ως υποκειμένου δικαιωμάτων και υποχρεώσεων και αναιρούν την αρχή της ισότητας έναντι του νόμου, βάσει κριτηρίων βιολογικών, εθνικών, πολιτιστικών, ιδεολογικών, κοινωνικών ή οικονομικών
ζ) «φυλετική αναπαραγωγή» — αναπαραγωγή που περιλαμβάνει την ένωση δύο απλοειδών πυρήνων, συνήθως δύο γαμετών
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα μέλη μιας φυλής («φυλετική φιλία» — οι στενοί δεσμοί τών μελών της ίδιας φυλής, Αριστοτ.)
2. φρ. «φυλετικά δικαστήρια» — δικαστήρια που εκδίκαζαν τις διαφορές μεταξύ τών μελών της ίδιας φυλής.
επίρρ...
φυλετικώς / φυλετικῶς, ΝΑ, και φυλετικά Ν
νεοελλ.
ως προς το φύλο, σε σχέση με την εθνότητα
αρχ.
ως προς τις σχέσεις τών φυλετών, τών μελών της ίδιας φυλής μεταξύ τους.

Greek Monotonic

φῡλετικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στον φυλέτην, φυλετικός, σε Αριστ.

Middle Liddell

φῡλετικός, ή, όν
of or for a φυλέτης, tribal, Arist.