ἀσύγκριτος: Difference between revisions
Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont
mNo edit summary |
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=asygkritos | |Transliteration C=asygkritos | ||
|Beta Code=a)su/gkritos | |Beta Code=a)su/gkritos | ||
|Definition=ἀσύγκριτον,<br><span class="bld">A</span> [[not comparable]], [[Theophrastus]] ''Fragmenta'' 89.7, Phld.''D.''1.15, ''AP'' 5.64; τοῖς ἄλλοις Plu.''Marc.''17; ἀσύγκριτος ἄνθρωπος ἀλόγῳ ζῴῳ Phld. ''D.''1.11. Adv. [[ἀσυγκρίτως]] = [[without the use of the comparative form]], D.T.635.15.<br><span class="bld">2</span> [[incomparable]], [[surpassing]], θεός Ph.1.578, cf. Plu.''Dio''47, ''BGU''613.20 (ii A. D.), etc., ''Ath.Mitt.''12.174 (Prusias); of remedies, Gal.14.112. Adv. [[ἀσυγκρίτως]] = [[incomparably]], Hierocl. ''in CA'' 3p.424M., ''CIG'' 3493.14 (Thyatira).<br><span class="bld">II</span> [[antagonistic]], [[of alien kind]], Plu.2.134d (but v. [[ἀσύγκρατος]]). | |Definition=ἀσύγκριτον,<br><span class="bld">A</span> [[not comparable]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''Fragmenta'' 89.7, Phld.''D.''1.15, ''AP'' 5.64; τοῖς ἄλλοις Plu.''Marc.''17; ἀσύγκριτος ἄνθρωπος ἀλόγῳ ζῴῳ Phld. ''D.''1.11. Adv. [[ἀσυγκρίτως]] = [[without the use of the comparative form]], D.T.635.15.<br><span class="bld">2</span> [[incomparable]], [[surpassing]], θεός Ph.1.578, cf. Plu.''Dio''47, ''BGU''613.20 (ii A. D.), etc., ''Ath.Mitt.''12.174 (Prusias); of remedies, Gal.14.112. Adv. [[ἀσυγκρίτως]] = [[incomparably]], Hierocl. ''in CA'' 3p.424M., ''CIG'' 3493.14 (Thyatira).<br><span class="bld">II</span> [[antagonistic]], [[of alien kind]], Plu.2.134d (but v. [[ἀσύγκρατος]]). | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 07:45, 2 November 2024
English (LSJ)
ἀσύγκριτον,
A not comparable, Thphr. Fragmenta 89.7, Phld.D.1.15, AP 5.64; τοῖς ἄλλοις Plu.Marc.17; ἀσύγκριτος ἄνθρωπος ἀλόγῳ ζῴῳ Phld. D.1.11. Adv. ἀσυγκρίτως = without the use of the comparative form, D.T.635.15.
2 incomparable, surpassing, θεός Ph.1.578, cf. Plu.Dio47, BGU613.20 (ii A. D.), etc., Ath.Mitt.12.174 (Prusias); of remedies, Gal.14.112. Adv. ἀσυγκρίτως = incomparably, Hierocl. in CA 3p.424M., CIG 3493.14 (Thyatira).
II antagonistic, of alien kind, Plu.2.134d (but v. ἀσύγκρατος).
Spanish (DGE)
-ον
I 1que no se puede comparar gener. ἀσύγκριτον γὰρ τὸ πλεονάζον Thphr.Fr.89.7, cf. Phld.D.1.15.6, οὕτως ἀμφότερ' ἐστὶν ἀσύγκριτα AP 5.65
•c. dat. τοῖς ἄλλοις Plu.Marc.17, ἀ. ἄνθρωπος ἀλόγῳ ζῴῳ Phld.D.1.11.16.
2 incomparable, sin igual, inigualable θεός Ph.1.578, Ath.Al.M.26.132A, ἀρετή Plu.Dio 47, πρᾶξις Herm.Mand.7.1, ἐπιστροφή BGU 613.20 (II d.C.), ἀντίδοτος Gal.14.112, ἁμαρτία Hom.Clem.11.12, frec. como elogio de personajes CIIud.1.130, IGBulg.12.16.1 (Dionisópolis II/III d.C.), 12.63bis.4 (Odesos), IEphesos 3080.3, IKios 113.3, PHarris 109.13 (III/IV d.C.).
3 incompatible, antagonista δυνάμεις Plu.2.134d (cód.).
II adv. -ως
1 incomparablemente, absolutamente ὁ δημιουργὸς θεός, ἀ. τῶν πάντων προτιμώμενος Hierocl.in CA 3.4, ὁ κύριος ... πρωτότοκος ἀ. ἐστί Gr.Nyss.M.46.1112D, cf. CIG 3493.14 (Tiatira), SEG 27.841.7 (Ancira II d.C.), TAM 4(1).35.
2 gram. sin el uso de la forma comparativa D.T.635.16.
German (Pape)
[Seite 379] 1) unvergleichbar, Plut. Marcell. 17; Dion. 47; Ep. ad. 4 (V, 65). – 2) ungesellig, Plut. u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qu'on ne peut juger ensemble ou comparer, sans rapport;
2 incompatible, inconciliable.
Étymologie: ἀ, συγκρίνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀσύγκρῐτος:
1 несравнимый Plut.;
2 несовместимый Plut., Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσύγκρῐτος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ συγκρίνῃ, ἀνόμοιος, ἀετὸς ὁ Ζεῦς ἦλθεν ἐπ’ ἀντίθεον Γανυμήδην κύκνος ἐπὶ ξανθὴν μητέρα τὴν Ἑλένης. Οὕτως ἀμφότερ’ ἐστὶν ἀσύγκριτα Ἀνθ. Π. 5. 65, Πλουτ. Μάρκελλ. 17: ― Ἐπίρρ. -τως, ἄνευ συγκρίσεως, «ὑποκοριστικὸν δέ ἐστι τὸ μείωσιν τοῦ πρωτοτύπου δηλοῦν ἀσυγκρίτως» Ἀπολλών. περὶ ἐπιρρ. 635, 16. 2) ὁ μὴ ἐπιδεχόμενος σύγκρισιν, ὑπέρτερος, ἔξοχος, τὴν ἄλλην ἅπασαν ἀρετὴν ἀσύγκριτον ἔχοντι Πλουτ. Δίων 47: - Ἐπιρρ. -τως Συλλ. Ἐπιγρ. 3493. 14. ΙΙ. ἐναντίος, βλαβερός, Πλούτ. 1. 134D.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀσύγκριτος, -ον)
αυτός που δεν επιδέχεται σύγκριση, ο απαράμιλλος
αρχ.
1. αυτός που δεν μπορεί να συγκριθεί με κάποιον άλλον, ο ανόμοιος
2. ανταγωνιστικός, εχθρικός.
Greek Monotonic
ἀσύγκρῐτος: -ον (συγκρίνω), αυτός που δεν συγκρίνεται, ανόμοιος, σε Πλούτ.
Middle Liddell
συγκρίνω
not to be compared, unlike, Plut.
Translations
incomparable
Armenian: անհամեմատելի; Azerbaijani: misilsiz, bənzərsiz; Belarusian: непараўнальны; Bulgarian: несравним, безподобен; Catalan: incomparable; Chinese Cantonese: 冇得比; Mandarin: 無比的/无比的; Czech: nesrovnatelný; Dutch: onvergelijkbaar; Finnish: verraton, vertaansa vailla; French: incomparable; German: unvergleichlich; Greek: ασύγκριτος; Ancient Greek: ἀναμίλλητος, ἀνανταγώνιστος, ἀνείκαστος, ἀνεφάμιλλος, ἀνυπέρθετος, ἀξύμβλητος, ἀπαράβλητος, ἀπαράθετος, ἀπαραμίλλητος, ἀπαρείκαστος, ἀσύγκριτος, ἀσυμβίβαστος, ἀσύμβλητος, δυσπαράβλητος; Hungarian: összehasonlíthatatlan; Irish: dosháraithe; Italian: incomparabile; Macedonian: неспоредлив; Occitan: incomparable; Old English: unwiþmetendlīċ; Polish: nieporównywalny; Portuguese: incomparável; Romanian: incomparabil, necomparabil; Russian: несравнимый, несравненный, бесподобный; Sanskrit: अतुल्य; Slovak: neporovnateľný; Slovene: neprimerljiv; Spanish: incomparable, inigualable; Tagalog: walang-kahulilip; Telugu: సాటిలేని; Ukrainian: незрівнянний
unparalleled
Bulgarian: несравним; Chinese Mandarin: 無比的/无比的, 無雙的/无双的, 空前未有的, 無人能出其右的/无人能出其右的; Dutch: ongeëvenaard; English: beyond compare, incomparable, matchless, peerless, unequalled, unparalleled, unparallelled, unrivaled, unrivalled; Finnish: verraton, vertaansa vailla, ennätyksellinen; French: sans égal, incomparable; Greek: άκρως χαρισματικός, άλλος τέτοιος δεν υπάρχει, αμίμητος, ανεπανάληπτος, άνευ προηγουμένου, ανυπέρβλητος, αξεπέραστος, άπαικτος, άπαιχτος, απαραλλήλιστος, απαράμιλλης αξίας, απαράμιλλος, ασύγκριτος, ασυναγώνιστος, άφθαστος, άφταστος, άψογος, δεν επιδέχεται σύγκριση, δεν έχει όμοιό της, δεν έχει όμοιό του, δεν παίζεται, δεν συγκρίνεται με κανέναν, δεν συγκρίνεται με τίποτα, δεν υπάρχει άλλος σαν κι αυτόν, δεν υπάρχει σύγκριση, ένα και μοναδικό, ένας και μοναδικός, εξαιρετικός, και ο πρώτος, καλύτερος με διαφορά, μακράν καλύτερος, με διαφορά ο καλύτερος, μία και μοναδική, μοναδικός, μοναδικός στο είδος του, πολύ μπροστά, πρωτάκουστος, πρωτοφανής, σαφώς καλύτερος, σκίζει, ύπατος, υπερέχων, χωρίς όμοιό της, χωρίς όμοιό του, χωρίς προηγούμενο, χωρίς ταίρι; Ottoman Turkish: اشسز; Polish: bezprzykładny; Portuguese: ímpar; Russian: беспримерный, бесподобный, беспрецедентный; Sanskrit: अतुल्य; Spanish: sin par, sin parangón, señero; Turkish: eşşiz, benzersiz; Welsh: heb ail