στρέμμα: Difference between revisions

From LSJ

σοὶ μὲν παιδιὰν τοῦτ' εἶναι, ἐμοὶ δὲ θάνατον → This is sport to you but death to me (Aristotle, Eudemian Ethics 1243a20)

Source
 
Line 51: Line 51:
{{trml
{{trml
|trtx====[[dislocation]]===
|trtx====[[dislocation]]===
Bulgarian: изкълчване, навяхване; Chinese Mandarin: 脫位/脱位, 脫臼/脱臼; Czech: vykloubení; Finnish: sijoiltaanmeno; French: [[luxation]]; Galician: luxación; German: [[Verrenkung]], [[Luxation]]; Greek: [[εξάρθρωση]]; Ancient Greek: [[ἀνάπλευσις]], [[ἀποπάλησις]], [[διακίνημα]], [[διαναγκασμός]], [[διασπασμός]], [[διάστρεμμα]], [[διαστροφή]], [[διαφορά]], [[διαφορή]], [[ἔγκλισις]], [[ἐκβολή]], [[ἔκκλισις]], [[ἐκπαλεία]], [[ἐκπάλησις]], [[ἐκπόρπισις]], [[ἔκπτωμα]], [[ἔκπτωσις]], [[ἐκστροφή]], [[ἔμβλησις]], [[ἔξαλσις]], [[ἐξάρθρημα]], [[ἐξάρθρησις]], [[ἔξαρθρον]], [[ἐξάρθρωμα]], [[ἐξάρθρωσις]], [[ἐξηρθρηκός]], [[ἔξωσις]], [[ἐπιστροφίς]], [[μετακίνησις]], [[μετάστασις]], [[ὀλίσθημα]], [[ὀλίσθησις]], [[παράρθρημα]], [[παράρθρησις]], [[παρεναλλαγή]], [[προπήδησις]], [[στρέμμα]], [[τὸ ἐξηρθρηκός]], [[χάλασμα]]; Hungarian: ficam, kificamodás, kificamítás; Japanese: 脱臼, 断層; Latin: [[luxus]]; Macedonian: исколчување; Portuguese: [[deslocamento]], [[deslocação]], [[luxação]]; Russian: [[вывих]]; Spanish: [[luxación]], [[dislocación]]; Swedish: urledvridning, dislokation, luxation; Tagalog: pagkapiang
Bulgarian: изкълчване, навяхване; Chinese Mandarin: 脫位/脱位, 脫臼/脱臼; Czech: vykloubení; Finnish: sijoiltaanmeno; French: [[luxation]]; Galician: luxación; German: [[Verrenkung]], [[Luxation]]; Greek: [[εξάρθρωση]]; Ancient Greek: [[ἀνάπλευσις]], [[ἀποπάλησις]], [[διακίνημα]], [[διάστρεμμα]], [[διαστροφή]], [[διαφορά]], [[διαφορή]], [[ἔγκλισις]], [[ἐκβολή]], [[ἔκκλισις]], [[ἐκπαλεία]], [[ἐκπάλησις]], [[ἐκπόρπισις]], [[ἔκπτωμα]], [[ἔκπτωσις]], [[ἐκστροφή]], [[ἔξαλσις]], [[ἐξάρθρημα]], [[ἐξάρθρησις]], [[ἔξαρθρον]], [[ἐξάρθρωμα]], [[ἐξάρθρωσις]], [[ἐξηρθρηκός]], [[ἔξωσις]], [[ἐπιστροφίς]], [[μετακίνησις]], [[μετάστασις]], [[ὀλίσθημα]], [[ὀλίσθησις]], [[παράρθρημα]], [[παράρθρησις]], [[παρεναλλαγή]], [[προπήδησις]], [[στρέμμα]], [[τὸ ἐξηρθρηκός]], [[χάλασμα]]; Hungarian: ficam, kificamodás, kificamítás; Japanese: 脱臼, 断層; Latin: [[luxus]]; Macedonian: исколчување; Portuguese: [[deslocamento]], [[deslocação]], [[luxação]]; Russian: [[вывих]]; Spanish: [[luxación]], [[dislocación]]; Swedish: urledvridning, dislokation, luxation; Tagalog: pagkapiang
}}
}}

Latest revision as of 10:39, 14 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρέμμα Medium diacritics: στρέμμα Low diacritics: στρέμμα Capitals: ΣΤΡΕΜΜΑ
Transliteration A: strémma Transliteration B: stremma Transliteration C: stremma Beta Code: stre/mma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A that which is twisted, thread, στυππίου LXX Jd. 16.9.
2 twist, roll = στρεπτός II.2, Hsch.
II wrench, stram, sprain, Hp.Off.23; κἂν ῥῆγμα κἂν στρέμμα D.2.21, 11.14, cf. Dsc.1.85, Gal.10.890.
III conspiracy, band of conspirators, συνέστρεψε στρέμματα LXX 4 Ki.15.30 (cod. B).

German (Pape)

[Seite 953] τό, das Gedrehte, das vcrrenkte Glied, Dem. 2, 21; bei B. A. 302 ἡ στρογγύλου ἕλκους οὐλή erkl.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
déboîtement, luxation.
Étymologie: στρέφω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στρέμμα -ατος, τό στρέφω verstuiking, verzwikking.

Russian (Dvoretsky)

στρέμμα: ατος τό вывих (ῥῆγμα ἢ σ. Dem.).

Greek Monolingual

το, ΝΑ στρέφω
νεοελλ.
1. μετρολ. μονάδα μέτρησης εκτάσεων γης ισοδύναμη με 1.000 τετραγωνικά μέτρα
2. φρ. «παλαιό στρέμμα» — μονάδα επιφάνειας ίση με 1.270 τετραγωνικά μέτρα
αρχ.
1. συνεστραμμένο κλώσμα, κλωστή («στυππίου στρέμμα», ΠΔ)
2. πίτα ή αρτοσκεύασμα με συνεστραμμένο σχήμα, κολλί κιον, μικρό κουλούρι
3. στροφή, καμπή
4. εξαρθρωμένο μέλος
5. συνωμοσία, μηχανορραφία
6. (κατά τον Φώτ.) «ἡ τοῦ στρογγύλου ἕλκους οὐλή».

Greek Monotonic

στρέμμα: τό (στρέφω), εξάρθρωση, τέντωμα, συστροφή, στραμπούληγμα, σε Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

στρέμμα: τό, τὸ συνεστραμμένον· κλωστή, Ἑβδ. (Ἰουδὶδ ΙϚ΄, 9)· - συνεστραμμένος ἄρτος ἢ πλακοῦς, = στρεπτὸς 3, Ἡσύχ. 2) στροφή, καμπή, ἑλιγμός, παραφρ. Διον. Π. σ. 395 Bern?. II. διεστραμμένον, ἐξηρθρωμένον μέλος, Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 748· ῥῆγμαστρέμμα Δημ. 24. 6., 156. 1.

Middle Liddell

στρέμμα, ατος, τό, στρέφω
a wrench, strain, sprain, Dem.

English (Woodhouse)

sprain, strain

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Wikipedia EN

The stremma (pl. stremmata; Greek: στρέμμα, strémma) is a Greek unit of land area equal to 1,000 square metres. Historically, stremmata were not standardized, and may have been anywhere from 900–1,900 m2 (9,700–20,500 sq ft).

The ancient Greek equivalent was the square plethron, which served as the Greeks' form of the acre. It was originally defined as the distance plowed by a team of oxen in a day but was nominally standardized as the area enclosed by a square 100 Greek feet (pous) to a side. It was the size of a Greek wrestling square.

The Byzantine or Morean stremma continued to vary depending on the period and the quality of the land, but usually enclosed an area between 900–1,900 m2 (9,700–20,500 sq ft). It was originally also known as the "plethron" but this was eventually replaced by "stremma", derived from the verb for "turning" the ground with a Byzantine plow.

The Ottoman stremma, often called the Turkish stremma, is the Greek (and occasionally English) name for the dunam, which in turn is probably derived from the Byzantine unit. Again, this varied by region: some values include 1,270 m2 (13,700 sq ft), and 1,600 m2.

Mantoulidis Etymological

(=κλωστή, στροφή, βγάλσιμο τοῦ ποδιοῦ ἤ χεριοῦ). Ἀπό τό στρέφω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Translations