σάγος: Difference between revisions

From LSJ

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z])" to ") $1 $3")
m (elru replacement)
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''σάγος:''' (ᾰ) ὁ (лат. [[sagum]]) [[толстый плащ]] olyb., Diod., тж. солдатский плащ Plut.
|elrutext='''σάγος:''' (ᾰ) ὁ (лат. [[sagum]]) толстый плащ Polyb., Diod., тж. солдатский плащ Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 22:12, 21 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σάγος Medium diacritics: σάγος Low diacritics: σάγος Capitals: ΣΑΓΟΣ
Transliteration A: ságos Transliteration B: sagos Transliteration C: sagos Beta Code: sa/gos

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ, coarse cloak, plaid, used by the Gauls, Plb.2.28.7, 2.30.1, D.S.5.30; by the Spaniards, App.Hisp.42; soldier's cloak, Lat. sagum, Plu.2.201c; σ. Ἀρσινοϊτικοί Peripl.M.Rubr.8; σ. Γαλλικός, Ἆφρος, Edict.Diocl.19.60,61; simply cloak or perhaps blanket, POxy.1051.20 (iii A.D.); horse-cloth, Hippiatr.99 (so Lat. sagum, Cod.Theod.8.5.50, al.).

German (Pape)

[Seite 857] ὁ, ein grober Mantel, Soldatenmantel, sagum, Polyb. 2, 28, 7. 30, 1 u. öfter; das Wort soll gallisch od. celtiberisch sein. Vgl. aber σάγη, σάκος.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
saie ou sayon, casaque ; manteau de soldat en gén.
Étymologie: DELG emprunté au lat. sagus, sagum, qui l'a emprunté aux Gaulois ou aux Espagnols.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σάγος -ου, ὁ [Lat. sagus] soldatenmantel.

Russian (Dvoretsky)

σάγος: (ᾰ) ὁ (лат. sagum) толстый плащ Polyb., Diod., тж. солдатский плащ Plut.

Greek (Liddell-Scott)

σάγος: [ᾰ], ὁ, χονδρὸς μανδύας, ἐπανωφόριον ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Γαλάταις, τὰς ἀναξυρίδας ἔχοντες καὶ τοὺς εὐπετεῖς τῶν σάγων περὶ ἑαυτοὺς ἐξέταξαν Πολύβ. 2. 28, 7., 7. 30, 1, Διόδ. 5. 30· παρὰ τοῖς Ἱσπανοῖς, Ἀππ. Ἰβηρ. 42· μανδύας στρατιωτικός, Λατ. sagum, Πλούτ. 2, 201C.
(Λέγεται ὅτι εἶναι λέξις Γαλατικὴ ἢ Κελτιβηρική· ἀλλὰ φαίνεται συγγενὴς τοῖς σάγη, σάγμα, σάκος, σάκκος, σάττω. - Καθ’ Ἡσύχ.; «σάγος· μέρος τι τῆς πανοπλίας».

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
μσν.
υφασμάτινο κάλυμμα υποζυγίου, μάλλινο χοντρό ύφασμα που τοποθετείται κάτω από το σαμάρι ή τη σέλα υποζυγίου, κασάς
αρχ.
1. χρωματιστός μάλλινος μανδύας τών Γαλατών
2. μανδύας τών Ισπανών
3. στρατιωτικός μανδύας
4. πιθ. μάλλινο κλινοσκέπασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. sagum «είδος μανδύα», λ. πιθ. κελτικής προέλευσης].

Greek Monotonic

σάγος: [ᾰ], ὁ, χοντρός στρατιωτικός μανδύας, πανωφόρι, επενδύτης που φορούσαν οι Γαλάτες, σε Πολύβ. (πιθ. Γαλατική λέξη).

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: woollen cloak, soldier's cloak, a.o. used by Gallians, Hispanics (Plb., D. S., App. a.o.).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Celt.
Etymology: From Lat. sagus, -um id. (Celt. LW [loanword]; s. W.-Hofmann s.v. w. lit.).

Middle Liddell

σᾰ́γος, ὁ,
a coarse cloak, used by the Gauls, Polyb. [Perh. a Gallic word.]

Frisk Etymology German

σάγος: {ságos}
Grammar: m.
Meaning: wollener Mantel, Soldatenmantel, u.a. von Galliern, Hispaniern benutzt (Plb., D. S., App. u.a.).
Etymology: Aus lat. sagus, -um ib. (kelt. LW; s. W.-Hofmann s.v. m. Lit.).
Page 2,670