χρηματίζω: Difference between revisions
μὴ πόνει, ὦ Ξάνθια, ἀλλὰ ἔλθε δεῦρο → Don't keep suffering, Xanthias, but come here.
(13_7_2) |
(6_13a) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1373.png Seite 1373]] Geschäfte machen, bes. Handels- oder Geldgeschäfte machen, Handel treiben; auf öffentliche Geschäfte übertr., Staatsangelegenheiten verhandeln, abmachen; τινί, mit Einem; dah. ein öffentliches Amt oder Geschäfte eines Staatsmannes verwalten, allen verschiedenen Beziehungen; τἄλλα χρηματίσας Thuc. 6, 62; πρὸς τὸν δῆμον οὐ προσῆγον βουλομένους χρηματίσαι 5, 61, u. öfter; Pol. 5, 81, 5; [[περί]] τινος, ὅ τι χρὴ [[παθεῖν]], über die Strafe verhandeln, Ar. Th. 377; Arist. rhet. 1, 4; oft bei den Rednern, πρὶν ἄλλο τι χρηματίσαι Isocr. 4, 157; Dem. Mid. 8 im Gesetz; οἱ πρόεδροι χρηματίζουσι ib. 9, u. öfter, u. Sp., wie Plut. Rom. 26; τοῖς πρεσβευταῖς Pol. 3, 66, 6, u. öfter, wie ταῖς πρεσβείαις D. Cass. 61, 3, Audienz geben; vgl. noch Thuc. 5, 61. Uebh. mit Einem in Geschäften oder sonst in Verbindung stehen, dah. χρηματίζειν τινὶ πρὸς [[γένος]], mit Einem in Verwandtschaftsverhältnissen stehen, Ctes. Pers. 2. – Med. χρηματίζομαι, für sich, zu seinem Vortheil Geschäfte machen, τινί, mit Einem in eigenen Angelegenheiten verhandeln, Her. 3, 118. 7, 163; bes. vom Handel, u. übh. auf Erwerb ausgehen, χρηματίζοιντο ἂν ᾗττον ἀναιδῶς ἐν τῇ πόλει Plat. Rep. VIII, 556 b; ἥτις [[πόλις]] ἂν [[μήτε]] χρηματίζηται πλὴν τὸν ἐκ γῆς χρηματισμόν Legg. XII, 949 e, vgl. Gorg. 467 d; ἀπὸ τῶν ἰδιωτικῶν ἐρίδων Soph. 225 e, u. öfter; ἐκ τῆς πόλεως κεχρηματισμένος Din. 1, 15; übh. erwerben, sich bereichern, Xen. Mem. 2, 6,3 Cyr. 3, 3,5 u. öfter; οἰόμενοι χρηματιεῖσθαι [[μᾶλλον]] ἢ μαχεῖσθαι Thuc. 7, 13; – τινά, von Einem Etwas erpressen, Einen durch Plünderung um das Seinige bringen, Pol. 32, 21, 15. – Bei Sp., von Pol. an, hat [[χρηματίζω]] auch die Bdtg einen Amtstitel, einen Namen annehmen, führen, χρηματίζει [[βασιλεύς]], er nimmt den Königstitel an, läßt sich König nennen, Pol. 5, 57, 2. 30, 2,4; νέα [[Ἶσις]] ἐχρημάτισε, sie ließ sich eine neue Isis nennen, Plut. Anton. 54; μὴ [[πατρόθεν]], ἀλλ' ἀπὸ μητρῶν χρηματίζειν, sich nicht nach den Vätern, sondern nach den Müttern nennen, de mul. virtt. Δύκιαι p. 276; vgl. Menag. D. L. 1, 48. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1373.png Seite 1373]] Geschäfte machen, bes. Handels- oder Geldgeschäfte machen, Handel treiben; auf öffentliche Geschäfte übertr., Staatsangelegenheiten verhandeln, abmachen; τινί, mit Einem; dah. ein öffentliches Amt oder Geschäfte eines Staatsmannes verwalten, allen verschiedenen Beziehungen; τἄλλα χρηματίσας Thuc. 6, 62; πρὸς τὸν δῆμον οὐ προσῆγον βουλομένους χρηματίσαι 5, 61, u. öfter; Pol. 5, 81, 5; [[περί]] τινος, ὅ τι χρὴ [[παθεῖν]], über die Strafe verhandeln, Ar. Th. 377; Arist. rhet. 1, 4; oft bei den Rednern, πρὶν ἄλλο τι χρηματίσαι Isocr. 4, 157; Dem. Mid. 8 im Gesetz; οἱ πρόεδροι χρηματίζουσι ib. 9, u. öfter, u. Sp., wie Plut. Rom. 26; τοῖς πρεσβευταῖς Pol. 3, 66, 6, u. öfter, wie ταῖς πρεσβείαις D. Cass. 61, 3, Audienz geben; vgl. noch Thuc. 5, 61. Uebh. mit Einem in Geschäften oder sonst in Verbindung stehen, dah. χρηματίζειν τινὶ πρὸς [[γένος]], mit Einem in Verwandtschaftsverhältnissen stehen, Ctes. Pers. 2. – Med. χρηματίζομαι, für sich, zu seinem Vortheil Geschäfte machen, τινί, mit Einem in eigenen Angelegenheiten verhandeln, Her. 3, 118. 7, 163; bes. vom Handel, u. übh. auf Erwerb ausgehen, χρηματίζοιντο ἂν ᾗττον ἀναιδῶς ἐν τῇ πόλει Plat. Rep. VIII, 556 b; ἥτις [[πόλις]] ἂν [[μήτε]] χρηματίζηται πλὴν τὸν ἐκ γῆς χρηματισμόν Legg. XII, 949 e, vgl. Gorg. 467 d; ἀπὸ τῶν ἰδιωτικῶν ἐρίδων Soph. 225 e, u. öfter; ἐκ τῆς πόλεως κεχρηματισμένος Din. 1, 15; übh. erwerben, sich bereichern, Xen. Mem. 2, 6,3 Cyr. 3, 3,5 u. öfter; οἰόμενοι χρηματιεῖσθαι [[μᾶλλον]] ἢ μαχεῖσθαι Thuc. 7, 13; – τινά, von Einem Etwas erpressen, Einen durch Plünderung um das Seinige bringen, Pol. 32, 21, 15. – Bei Sp., von Pol. an, hat [[χρηματίζω]] auch die Bdtg einen Amtstitel, einen Namen annehmen, führen, χρηματίζει [[βασιλεύς]], er nimmt den Königstitel an, läßt sich König nennen, Pol. 5, 57, 2. 30, 2,4; νέα [[Ἶσις]] ἐχρημάτισε, sie ließ sich eine neue Isis nennen, Plut. Anton. 54; μὴ [[πατρόθεν]], ἀλλ' ἀπὸ μητρῶν χρηματίζειν, sich nicht nach den Vätern, sondern nach den Müttern nennen, de mul. virtt. Δύκιαι p. 276; vgl. Menag. D. L. 1, 48. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''χρημᾰτίζω''': μέλλ. -ίσω, Ἐπιστ. πρὸς Ῥωμ. ζ΄, 3, Ἀττ. -ιῶ Λυκοῦργ. 152 31· παρακ κεχρημάτικα Δείναρχ. 103· 21. ([[χρῆμα]]). Ρῆμα τοῦ πεζοῦ λόγου, [[διεξάγω]] ὑποθέσεις [[μάλιστα]] ἐμπορικὰς ἢ χρηματικὰς (εἰ καὶ ἡ ἰδιαιτέρα αὕτη [[σημασία]] [[κυρίως]] ὑπάρχει ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ), Θουκ. 1. 87., 5. 61, Πολύβ. 5. 81, 5, χρ. τι Θουκ. 6. 62, Ἰσοκ. 73D, Πλουτ. Θεμιστ. 18. 2) χρ. [[περί]] τινος, συζητῶ, συσκέπτομαι, [[ἀκούω]] καὶ δίδω γνώμην [[περί]] τινος, χρηματίζειν πρῶτα περὶ Εὐριπίδου, ὅ τι χρὴ παθεῖν ἐκεῖνον Ἀριστοφ. Θεσμ. 377, πρβλ. [[Πολυδ]]. Δ΄ , 15. 12, [[ψήφισμα]] παρὰ Δημ. 517. 3, Ἀριστ. Ρητ. 1. 4, 4· [[ὑπὲρ]] τινος ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 394· - ἀπολ., [[σκέπτομαι]], συζητῶ, συσκέπτομαι, πρὶν ἂν [[ἅπαξ]] γνῷ τὸ [[δικαστήριον]], [[πάλιν]] χρηματίσαι Δημ. 717. 26, πρβλ. Αἰσχίν. 4. 10· [[ἰδίᾳ]] χρηματίζοντες, κατ’ ἰδίαν διαπραγματευόμενοι, Δημ. 430. 24· ἐπὶ τῶν πρυτάνεων καὶ τῶν στρατηγῶν, Ψήφισμα [[αὐτόθι]] 250. 10, πρβλ. 285. 1, Πλουτ. Τιμολ. 38· ἐπὶ κριτοῦ, [[κρίνω]], [[ἐκφέρω]] κρίσιν, Ἀππ. Ἰβηρ. 98. 3) [[παρέχω]] ἀκρόασιν, ἀποκρίνομαι [[μετὰ]] σκέψιν, [[μετὰ]] δοτ. προσ., Ξεν. Ἀθην. Πολ. 3, 1, Πολύβ. 3. 66, 6, κτλ.· τινὶ [[περί]] τινος Θουκ. 5. 5· ὑπέρ τινος Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 4. 4) ἐπὶ μαντείου, ἀπαντῶ, ἀποκρίνομαι, δίδω χρησμὸν εἰς τοὺς ἐρωτῶντας, Πλούτ. 2. 435C· χρ. τοῖς εὐχομένοις Λουκ. Ψευδολ. 8.-Παθ., [[λαμβάνω]] ἀπόκρισιν παρὰ τοῦ μαντείου, [[λαμβάνω]] συμβουλὴν ἢ νουθεσίαν παρὰ τοῦ Θεοῦ, ἐν τῇ Κ. Δ. ἐπὶ θείων ὁδηγιῶν ἢ ἀποκαλύψεων, καὶ χρηματισθέντες κατ’ [[ὄναρ]] μὴ ἀνακάμψαι πρὸς Ἡρώδην, δι’ ἄλλης ὁδοῦ ἀνεχώρησαν εἰς τὴν χώραν αὐτῶν Εὐαγγ. κατὰ Ματθ. β΄, 12 κτλ.· ἐχρηματίσθη ὑπὸ ἀγγέλου Πράξ. Ἀποστ. ι΄, 22· [[οὕτως]], ἦν αὐτῷ κεχρηματισμένον Εὐαγγ. κ. Λουκ. β΄ 26· πρβλ. [[χράω]] (Γ) Α ΙΙΙ. 3. 5) [[καθόλου]], ἔχω σχέσεις οἱασδήποτε [[πρός]] τινα, χρ. τινὶ πρὸς γένος, ἔχω σχέσιν συγγενείας [[πρός]] τινα, Κτησ. Περσ. 2· [[ἐντεῦθεν]] καὶ [[μόλις]] ταῖς ἀνάγκαις χρηματίζοντες, ἐλαυνόμενοι ὑπ’ αὐτῶν, Πλούτ. 2. 125Β. ΙΙ. Μέσ. χρηματίζομαι· μέλλ. Ἀττ. -ιοῦμαι· πρκμ. κεχρημάτισμαι Δείναρχος 92· 8·-[[διεξάγω]] διαπραγματεύσεις ἢ ἐμπορικὰς ὑποθέσεις δι’ ἐμαυτὸν ἢ πρὸς ἰδίαν μου ὠφέλειαν, κτῶμαι χρήματα, οἰόμενοι χρηματιεῖσθαι [[μᾶλλον]] ἢ μαχεῖσθαι Θουκ. 7. 13· χρηματιούμενος ἀλλ’ οὐ πρὸς ὑμᾶς φιλοτιμησόμενος Λυσίας 182. 35· ἄλλῳ χρ. καὶ οὐχ αὐτῷ Πλάτ. Γοργ. 452Ε· [[μάλιστα]] διὰ κακῶν ἢ φαύλων τεχνασμάτων, Δείναρχ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἰσαῖος 77. 18· χρ. ἀπό τινος, [[κερδαίνω]] χρήματα ἀπό τινος πράγματος, διά τινος μέσου, Πλάτ. Σοφιστ. 225Ε, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 15, 12· ἕκ τινος Λυσίας 171. 17, Ἰσοκρ. 221· χρ. περὶ τὰ χρήματα Πλάτ. Πολ. 330C· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] συστοίχου αἰτ., χρ. τὸν ἐκ γῆς χρηματισμὸν ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 949Ε, πρβλ. 467D· χρήματα Ξεν. Κύρου Παιδ. 3. 3, 51. 2) [[καθόλου]], [[διεξάγω]] ὑποθέσεις, συσκέπτομαι μετά τινος, τινι Ἡρόδ. 3. 118., 7, 163. 3) μετ’ αἰτ. πράγμ. χρηματίζεσθαι τὸ [[νόμισμα]], [[κάμνω]] χρηματιστικὰς ἐργασίας ὡς δανειστὴς ἢ τοκιστὴς χρημάτων, ἢ ὡς [[τραπεζίτης]], Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 9, 14· ἀλλὰ μετ’ αἰτ. προσώπου, χρ. τινα, [[κερδίζω]] χρήματα ἀπό τινος, [[λαμβάνω]] αὐτὰ δι’ ἐκβιασμοῦ, Πολύβ. 32. 21, 13· οὕτω δέ, χρ. [[παρά]] τινος, Ἰσοκρ. 209Β· πρβλ. [[πράσσω]] v. 2, [[πλεονεκτέω]] ΙΙ. ΙΙΙ. παρὰ μεταγεν. συγγραφεῦσιν ἀπὸ τοῦ Πολυβίου καὶ [[ἐξῆς]] τὸ ἐνεργ. [[χρηματίζω]] λαμβάνει ἰδιαιτέρας τινὰς σημασίας. 1) [[λαμβάνω]] καὶ [[φέρω]] [[ὄνομα]] ἢ τιμητικὴν προσηγρίαν, καλοῦμαι ... [[οἷον]], [[διάδημα]] περιθέσθαι καὶ βασιλέα χρηματίζειν Πολύβ. 5. 57, 2, 5., 30. 2, 4, πρβλ. Διόδ. 1. 44· ἐχρημάτιζε Χαλκηδόνιος Στράβ. 609· νέα [[Ἶσις]] ἐχρημάτισε Πλουτ. Ἀντών. 54· μὴ [[πατρόθεν]], ἀλλ’ ἀπὸ μητρῶν χρηματίζειν, λαμβάνειν τὸ [[ὄνομα]] οὐχὶ ἐκ τῶν πατέρων ἀλλ’ ἐκ τῶν μητέρων, ὁ αὐτ. 2. 248D, πρβλ. Menag. εἰς Διογ. Λαέρτ. 1. 48· χρηματίσαι τε [[πρώτως]] ἐν Ἀντιοχείᾳ τοὺς μαθητὰς Χριστιανοὺς Πράξ. τῶν Ἀπ. ια΄, 26, [[ἔνθα]] ἴδε ἑρμηνευτάς, χρηματίζοντες [[τιμῆς]] ἄξιοι, θεωρούμενοι.., Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 111. 2) [[καθόλου]], καλοῦμαι, ὀνομάζομαι, μοιχαλὶς Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ., ζ΄, 3· πρβλ. [[συγχρηματίζω]]. β) μεταβ., καλῶ, [[οὕτως]] χρ. τινὰ Μαλαλ. 268. 3. 3) [[μεταβάλλω]] ἢ μεταβάλλομαι, εἴς τι Γεωπ. 12. 1, 9. 4) ὑπολογίζω ἢ [[ὑπολογίζομαι]], [[λογαριάζω]] ἢ λογαριάζομαι, [[περί]] τινων ἐποχῶν, αἱ ἴνδικτοι χρηματίζειν ἧρξαντο ἀπὸ πρώτης ... τοῦ μηνὸς Χρον. Πασχ. 187C, πρβλ. 328D, κ. ἀλλ. 5) [[χρηματίζω]] ἀντὶ γεφύρας, [[χρησιμεύω]] ὡς [[γέφυρα]], Ἄννα Κομν. 2. 101, πρβλ. 342. - Ἴδε Π. Φωτιάδου Συμβολὰς εἰς τὸ Ἀττικὸν Δίκαιον ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. ΙΓ΄, σ. 22. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:52, 5 August 2017
English (LSJ)
fut.
A -ίσω Ep.Rom.7.3, Att. χρημᾰτ-ιῶ Lycurg.37: pf. κεχρημάτικα Din.1.103, OGI106.7 (Egypt, ii B. C.): (χρῆμα):—Prose Verb, negotiate, have dealings, esp. in money matters (in this sense mostly Med. (v. infr.11)), Th.1.87, 5.61, Plb.5.81.5; χ. τι Th.6.62, Isoc.4.157, Plu. Them.18. 2 of public assemblies, deliberate, περὶ Εὐριπίδου ὅ τι χρὴ παθεῖν Ar.Th.377, cf. Arist.Pol.1298b29, Rh.1359b3, Lexap.D.21.8; τὰ λοιπὰ τῶν δημοσίων Plu.Tim.38; περὶ ὧν ἂν ἅπαξ γνῷ τὸ δικαστήριον, πάλινχρηματίσαι D.24.55; of presiding officers, conduct business, Decr. ap. D.18.75, cf. Aeschin.1.23; of the βουλή, D.18.169; ὅσα δεῖ χρηματίσαι τὴν βουλήν Arist.Ath.43.3. b c. dat., transact business with, τῇ βουλῇ, τῷ δήμῳ, X.Ath.3.1; negotiate with, πόλεσι περὶ φιλίας Th.5.5: abs., ib.61; ἰδίᾳ χ., of intriguing persons, D.19.278; χ. ὑπὲρ δημοσίων καὶ κοινῶν πραγμάτων Ael.VH3.4:—Med.,X.Ath. 3.3. 3 give audience to, πρεσβευταῖς Plb.3.66.6, cf. Jul.Or.1.13a. 4 of an oracle, give a response to those who consult it, LXX Je.33(26).2, al., D.S.15.10, JAJ11.8.4, Plu.2.435c, Porph. Abst.2.48; δι' ὕδατος Iamb.Myst.3.11; of gods, give ear to, χ. τοῖς εὐχομένοις Luc.Pseudol.8:—Pass., receive an answer, warning, in NT of divine warnings or revelations, Ev.Matt.2.12, etc.; ὑπ' ἀγγέλου Act.Ap.10.22; ἦν αὐτῷ κεχρηματισμένον a warning had been given him, Ev.Luc.2.26; χ. ὑπὸ δαιμονίων καὶ φαντασίας εἰδώλων Vett.Val.67.5. 5 issue ordinances, etc., χ. ἀπορρήσεις Ph.2.438; administer justice, ἐν τῷ Προσωπίτῃ OGI l.c.; ταῖς πόλεσι App.Hisp.98. b issue orders for payment, pay, ἀπὸ τῆς . . τραπέζης PGrenf.2.23.4 (ii B. C.); τινι Ostr.Bodl.i248 (ii B. C.); λόγον χ. ἐς τὰ δαμόσια γράμματα furnish an account... Arch. f. Religionswiss. 10.211 (Cos, ii B. C.):—Pass., ἐχρηματίσθη πολλὰ διάφορα he was furnished with large sums, Aristeas 9. 6 take cognizance of, decide upon petitions, [ἐντευξιν] χ. PEnteux.75.9 (iii B. C.), PFay. 12.28 (ii B. C.); ἔντευξις κεχρηματισμένη PPetr.2p.3 (iii B. C.). 7 generally, have dealings with, stand in any relation to a person, οὐδὲν αὐτῷ (sic legendum videtur) πρὸς γένος ἐχρημάτιζεν Ctes.Fr. 29.2: hence even μόλις ταῖς ἀναγκαίαις [ὀρέξεσι] χ. to be influenced, affected by them, Plu.2.125b. 8 Astrol., operate, of influences, Vett.Val.5.7. II Med., χρηματίζομαι: fut. Att. -ιοῦμαι Lys.29.14, etc.: pf. κεχρημάτισμαι Din.1.15:—negotiate or transact business for oneself or to one's own profit, make money, οἰόμενοι χρηματιεῖσθαι μᾶλλον ἢ μαχεῖσθαι Th.7.13; χρηματιούμενος ἀλλ' οὐ πρὸς ὑμᾶς φιλοτιμησόμενος Lys. l.c.; οἱ χρηματισάμενοι Pl.R.330c; ἄλλῳ χ. καὶ οὐχ αὑτῷ Id.Grg.452e; esp. by base arts, ἐξ αὐτῆς τῆς πόλεως Din. l. c., cf. Is.9.25; χ. ἀπό τινος to make money of or from a thing, Pl. Sph.225e; ἀπὸ τῶν κοινῶν Arist.Pol.1286b14; ἀπὸ γεωμετρίας Iamb. Comm.Math.25; ἔκ τινος Lys.25.3; ἐ, φιλοσοφίας Isoc.11.1; also c. acc. cogn., χ. τὸν ἐκ γῆς χρηματισμόν Id.Lg.949e, cf. Grg.467d; χρήματα X.Cyr.3.3.5. 2 generally, transact business, have dealings with... τινι Hdt.3.118, 7.163. 3 c. acc. rei, χ. τὸ νόμισμα traffic in money, like a money-lender or banker, Arist.Pol.1257b34; but c. acc. pers., χ. τινας make money out of any one, i. e. get it from them by extortion, Plb.32.5.13; so χ. παρὰ τῶν νεωτέρων Isoc.10.6. III in later writers, from Plb. downwards, the Act. χρηματίζω takes some special senses: 1 to take and bear a title or name, to be called or styled so and so, χρηματίζειν βασιλεύς Plb.5.57.2, 30.2.4, cf. Aristeas 298; Πτολεμαῖος . . νέος Διόνυσος χ. D.S.1.44; ἐχρημάτιζε Χαλκηδόνιος, Κρητικός, Str.13.1.55, App.Sic.6; νέα Ἶσις ἐχρημάτιζε Plu.Ant.54; μὴ πατρόθεν, ἀλλ' ἀπὸ μητέρων χ. to call themselves not after their fathers, but after their mothers, Id.2.248d; χ. ἀπὸ τοῦ δήμου Harp. s.v. δημοτευόμενος; χ. τοὺς μαθητὰς Χριστιανούς Act.Ap. 11.26; τιμῆς καὶ πίστεως χ. ἄξιοι to be deemed... App.BC2.111. 2 generally, to be called, μοιχαλίς Ep.Rom.7.3: μήτηρ Ph.1.440; καὶ ὡς χ. 'and so forth' (omitting some of the writer's names), POxy.100.1 (ii A. D.), etc.; also c. dat., ἀεὶ -ίζων τῷ προκειμένῳ ὀνοματίῳ ib.2131.8 (iii A. D.). 3 change or be changed, εἴς τι Gp.12.1.9.
German (Pape)
[Seite 1373] Geschäfte machen, bes. Handels- oder Geldgeschäfte machen, Handel treiben; auf öffentliche Geschäfte übertr., Staatsangelegenheiten verhandeln, abmachen; τινί, mit Einem; dah. ein öffentliches Amt oder Geschäfte eines Staatsmannes verwalten, allen verschiedenen Beziehungen; τἄλλα χρηματίσας Thuc. 6, 62; πρὸς τὸν δῆμον οὐ προσῆγον βουλομένους χρηματίσαι 5, 61, u. öfter; Pol. 5, 81, 5; περί τινος, ὅ τι χρὴ παθεῖν, über die Strafe verhandeln, Ar. Th. 377; Arist. rhet. 1, 4; oft bei den Rednern, πρὶν ἄλλο τι χρηματίσαι Isocr. 4, 157; Dem. Mid. 8 im Gesetz; οἱ πρόεδροι χρηματίζουσι ib. 9, u. öfter, u. Sp., wie Plut. Rom. 26; τοῖς πρεσβευταῖς Pol. 3, 66, 6, u. öfter, wie ταῖς πρεσβείαις D. Cass. 61, 3, Audienz geben; vgl. noch Thuc. 5, 61. Uebh. mit Einem in Geschäften oder sonst in Verbindung stehen, dah. χρηματίζειν τινὶ πρὸς γένος, mit Einem in Verwandtschaftsverhältnissen stehen, Ctes. Pers. 2. – Med. χρηματίζομαι, für sich, zu seinem Vortheil Geschäfte machen, τινί, mit Einem in eigenen Angelegenheiten verhandeln, Her. 3, 118. 7, 163; bes. vom Handel, u. übh. auf Erwerb ausgehen, χρηματίζοιντο ἂν ᾗττον ἀναιδῶς ἐν τῇ πόλει Plat. Rep. VIII, 556 b; ἥτις πόλις ἂν μήτε χρηματίζηται πλὴν τὸν ἐκ γῆς χρηματισμόν Legg. XII, 949 e, vgl. Gorg. 467 d; ἀπὸ τῶν ἰδιωτικῶν ἐρίδων Soph. 225 e, u. öfter; ἐκ τῆς πόλεως κεχρηματισμένος Din. 1, 15; übh. erwerben, sich bereichern, Xen. Mem. 2, 6,3 Cyr. 3, 3,5 u. öfter; οἰόμενοι χρηματιεῖσθαι μᾶλλον ἢ μαχεῖσθαι Thuc. 7, 13; – τινά, von Einem Etwas erpressen, Einen durch Plünderung um das Seinige bringen, Pol. 32, 21, 15. – Bei Sp., von Pol. an, hat χρηματίζω auch die Bdtg einen Amtstitel, einen Namen annehmen, führen, χρηματίζει βασιλεύς, er nimmt den Königstitel an, läßt sich König nennen, Pol. 5, 57, 2. 30, 2,4; νέα Ἶσις ἐχρημάτισε, sie ließ sich eine neue Isis nennen, Plut. Anton. 54; μὴ πατρόθεν, ἀλλ' ἀπὸ μητρῶν χρηματίζειν, sich nicht nach den Vätern, sondern nach den Müttern nennen, de mul. virtt. Δύκιαι p. 276; vgl. Menag. D. L. 1, 48.
Greek (Liddell-Scott)
χρημᾰτίζω: μέλλ. -ίσω, Ἐπιστ. πρὸς Ῥωμ. ζ΄, 3, Ἀττ. -ιῶ Λυκοῦργ. 152 31· παρακ κεχρημάτικα Δείναρχ. 103· 21. (χρῆμα). Ρῆμα τοῦ πεζοῦ λόγου, διεξάγω ὑποθέσεις μάλιστα ἐμπορικὰς ἢ χρηματικὰς (εἰ καὶ ἡ ἰδιαιτέρα αὕτη σημασία κυρίως ὑπάρχει ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ), Θουκ. 1. 87., 5. 61, Πολύβ. 5. 81, 5, χρ. τι Θουκ. 6. 62, Ἰσοκ. 73D, Πλουτ. Θεμιστ. 18. 2) χρ. περί τινος, συζητῶ, συσκέπτομαι, ἀκούω καὶ δίδω γνώμην περί τινος, χρηματίζειν πρῶτα περὶ Εὐριπίδου, ὅ τι χρὴ παθεῖν ἐκεῖνον Ἀριστοφ. Θεσμ. 377, πρβλ. Πολυδ. Δ΄ , 15. 12, ψήφισμα παρὰ Δημ. 517. 3, Ἀριστ. Ρητ. 1. 4, 4· ὑπὲρ τινος ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 394· - ἀπολ., σκέπτομαι, συζητῶ, συσκέπτομαι, πρὶν ἂν ἅπαξ γνῷ τὸ δικαστήριον, πάλιν χρηματίσαι Δημ. 717. 26, πρβλ. Αἰσχίν. 4. 10· ἰδίᾳ χρηματίζοντες, κατ’ ἰδίαν διαπραγματευόμενοι, Δημ. 430. 24· ἐπὶ τῶν πρυτάνεων καὶ τῶν στρατηγῶν, Ψήφισμα αὐτόθι 250. 10, πρβλ. 285. 1, Πλουτ. Τιμολ. 38· ἐπὶ κριτοῦ, κρίνω, ἐκφέρω κρίσιν, Ἀππ. Ἰβηρ. 98. 3) παρέχω ἀκρόασιν, ἀποκρίνομαι μετὰ σκέψιν, μετὰ δοτ. προσ., Ξεν. Ἀθην. Πολ. 3, 1, Πολύβ. 3. 66, 6, κτλ.· τινὶ περί τινος Θουκ. 5. 5· ὑπέρ τινος Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 4. 4) ἐπὶ μαντείου, ἀπαντῶ, ἀποκρίνομαι, δίδω χρησμὸν εἰς τοὺς ἐρωτῶντας, Πλούτ. 2. 435C· χρ. τοῖς εὐχομένοις Λουκ. Ψευδολ. 8.-Παθ., λαμβάνω ἀπόκρισιν παρὰ τοῦ μαντείου, λαμβάνω συμβουλὴν ἢ νουθεσίαν παρὰ τοῦ Θεοῦ, ἐν τῇ Κ. Δ. ἐπὶ θείων ὁδηγιῶν ἢ ἀποκαλύψεων, καὶ χρηματισθέντες κατ’ ὄναρ μὴ ἀνακάμψαι πρὸς Ἡρώδην, δι’ ἄλλης ὁδοῦ ἀνεχώρησαν εἰς τὴν χώραν αὐτῶν Εὐαγγ. κατὰ Ματθ. β΄, 12 κτλ.· ἐχρηματίσθη ὑπὸ ἀγγέλου Πράξ. Ἀποστ. ι΄, 22· οὕτως, ἦν αὐτῷ κεχρηματισμένον Εὐαγγ. κ. Λουκ. β΄ 26· πρβλ. χράω (Γ) Α ΙΙΙ. 3. 5) καθόλου, ἔχω σχέσεις οἱασδήποτε πρός τινα, χρ. τινὶ πρὸς γένος, ἔχω σχέσιν συγγενείας πρός τινα, Κτησ. Περσ. 2· ἐντεῦθεν καὶ μόλις ταῖς ἀνάγκαις χρηματίζοντες, ἐλαυνόμενοι ὑπ’ αὐτῶν, Πλούτ. 2. 125Β. ΙΙ. Μέσ. χρηματίζομαι· μέλλ. Ἀττ. -ιοῦμαι· πρκμ. κεχρημάτισμαι Δείναρχος 92· 8·-διεξάγω διαπραγματεύσεις ἢ ἐμπορικὰς ὑποθέσεις δι’ ἐμαυτὸν ἢ πρὸς ἰδίαν μου ὠφέλειαν, κτῶμαι χρήματα, οἰόμενοι χρηματιεῖσθαι μᾶλλον ἢ μαχεῖσθαι Θουκ. 7. 13· χρηματιούμενος ἀλλ’ οὐ πρὸς ὑμᾶς φιλοτιμησόμενος Λυσίας 182. 35· ἄλλῳ χρ. καὶ οὐχ αὐτῷ Πλάτ. Γοργ. 452Ε· μάλιστα διὰ κακῶν ἢ φαύλων τεχνασμάτων, Δείναρχ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἰσαῖος 77. 18· χρ. ἀπό τινος, κερδαίνω χρήματα ἀπό τινος πράγματος, διά τινος μέσου, Πλάτ. Σοφιστ. 225Ε, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 15, 12· ἕκ τινος Λυσίας 171. 17, Ἰσοκρ. 221· χρ. περὶ τὰ χρήματα Πλάτ. Πολ. 330C· ὡσαύτως μετὰ συστοίχου αἰτ., χρ. τὸν ἐκ γῆς χρηματισμὸν ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 949Ε, πρβλ. 467D· χρήματα Ξεν. Κύρου Παιδ. 3. 3, 51. 2) καθόλου, διεξάγω ὑποθέσεις, συσκέπτομαι μετά τινος, τινι Ἡρόδ. 3. 118., 7, 163. 3) μετ’ αἰτ. πράγμ. χρηματίζεσθαι τὸ νόμισμα, κάμνω χρηματιστικὰς ἐργασίας ὡς δανειστὴς ἢ τοκιστὴς χρημάτων, ἢ ὡς τραπεζίτης, Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 9, 14· ἀλλὰ μετ’ αἰτ. προσώπου, χρ. τινα, κερδίζω χρήματα ἀπό τινος, λαμβάνω αὐτὰ δι’ ἐκβιασμοῦ, Πολύβ. 32. 21, 13· οὕτω δέ, χρ. παρά τινος, Ἰσοκρ. 209Β· πρβλ. πράσσω v. 2, πλεονεκτέω ΙΙ. ΙΙΙ. παρὰ μεταγεν. συγγραφεῦσιν ἀπὸ τοῦ Πολυβίου καὶ ἐξῆς τὸ ἐνεργ. χρηματίζω λαμβάνει ἰδιαιτέρας τινὰς σημασίας. 1) λαμβάνω καὶ φέρω ὄνομα ἢ τιμητικὴν προσηγρίαν, καλοῦμαι ... οἷον, διάδημα περιθέσθαι καὶ βασιλέα χρηματίζειν Πολύβ. 5. 57, 2, 5., 30. 2, 4, πρβλ. Διόδ. 1. 44· ἐχρημάτιζε Χαλκηδόνιος Στράβ. 609· νέα Ἶσις ἐχρημάτισε Πλουτ. Ἀντών. 54· μὴ πατρόθεν, ἀλλ’ ἀπὸ μητρῶν χρηματίζειν, λαμβάνειν τὸ ὄνομα οὐχὶ ἐκ τῶν πατέρων ἀλλ’ ἐκ τῶν μητέρων, ὁ αὐτ. 2. 248D, πρβλ. Menag. εἰς Διογ. Λαέρτ. 1. 48· χρηματίσαι τε πρώτως ἐν Ἀντιοχείᾳ τοὺς μαθητὰς Χριστιανοὺς Πράξ. τῶν Ἀπ. ια΄, 26, ἔνθα ἴδε ἑρμηνευτάς, χρηματίζοντες τιμῆς ἄξιοι, θεωρούμενοι.., Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 111. 2) καθόλου, καλοῦμαι, ὀνομάζομαι, μοιχαλὶς Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ., ζ΄, 3· πρβλ. συγχρηματίζω. β) μεταβ., καλῶ, οὕτως χρ. τινὰ Μαλαλ. 268. 3. 3) μεταβάλλω ἢ μεταβάλλομαι, εἴς τι Γεωπ. 12. 1, 9. 4) ὑπολογίζω ἢ ὑπολογίζομαι, λογαριάζω ἢ λογαριάζομαι, περί τινων ἐποχῶν, αἱ ἴνδικτοι χρηματίζειν ἧρξαντο ἀπὸ πρώτης ... τοῦ μηνὸς Χρον. Πασχ. 187C, πρβλ. 328D, κ. ἀλλ. 5) χρηματίζω ἀντὶ γεφύρας, χρησιμεύω ὡς γέφυρα, Ἄννα Κομν. 2. 101, πρβλ. 342. - Ἴδε Π. Φωτιάδου Συμβολὰς εἰς τὸ Ἀττικὸν Δίκαιον ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. ΙΓ΄, σ. 22.