ἀλογία: Difference between revisions
(13_6a) |
(6_23) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0108.png Seite 108]] ἡ, 1) Unverstand, Unüberlegtheit, Plat. Phaed. 67 e u. öfter; mit [[ἀτοπία]] verbunden Epist. VII, 352 a; [[καίτοι]] πολλὴ [[ἀλογία]], es ist unvernünftig, nachher gesteigert, [[μᾶλλον]] δὲ ἀδύνατον Lys. 213 a; διανοίας Thuc. 5, 111. Dah. – 2) Unordnung, Pol. 5, 53. 15, 14. – 3) Rücksichtslosigkeit, Geringachtung, ἐν ἀλογίῃ ποιούμενος Her. 7, 226; ἐν ἀλογίῃσιν ἔχειν 2, 141; ἀλογίην ἔχειν τοῦ χρηστηρίου 4, 150; nicht beachten, ἀλογίης ἐγκυρεῖν, nicht beachtet werden, 7, 208. – 4) Sprachlosigkeit, Pol. 36, 5; Luc. Lexiph. 15. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0108.png Seite 108]] ἡ, 1) Unverstand, Unüberlegtheit, Plat. Phaed. 67 e u. öfter; mit [[ἀτοπία]] verbunden Epist. VII, 352 a; [[καίτοι]] πολλὴ [[ἀλογία]], es ist unvernünftig, nachher gesteigert, [[μᾶλλον]] δὲ ἀδύνατον Lys. 213 a; διανοίας Thuc. 5, 111. Dah. – 2) Unordnung, Pol. 5, 53. 15, 14. – 3) Rücksichtslosigkeit, Geringachtung, ἐν ἀλογίῃ ποιούμενος Her. 7, 226; ἐν ἀλογίῃσιν ἔχειν 2, 141; ἀλογίην ἔχειν τοῦ χρηστηρίου 4, 150; nicht beachten, ἀλογίης ἐγκυρεῖν, nicht beachtet werden, 7, 208. – 4) Sprachlosigkeit, Pol. 36, 5; Luc. Lexiph. 15. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀλογία''': Ἰων. -ίη, ἡ, [[ἔλλειψις]] προσοχῆς, σεβασμοῦ ἢ φροντίδος [[πρός]] τινα, [[ὀλιγωρία]], [[ἀδιαφορία]]: ἀλογίην εἶχον τοῦ χρηστηρίου, δὲν ἔδιδον οὐδεμίαν προσοχήν, nullam ejus rationem habebant, Ἡρόδ. 4. 150˙ [[οὕτως]], ἐν ἀλογίῃ ἔχειν ἢ ποιεῖσθαί τι, 6. 75., 7. 226˙ ― ἐν 2. 141, ἐν ἀλογίῃσι ἔχειν παραχρησάμενον τῶν... Αἰγυπτίων, ἡ γεν. [[εἶναι]] κατὰ [[σχῆμα]] ἀνακόλουθον (ὡς εἰ ἔλεγεν, ἀλογέειν ἢ ἀλογίην ἔχειν τῶν Αἰγ.)˙ ἀλογίης ἐγκυρεῖν, παραβλέπεσθαι, περιφρονεῖσθαι, 7. 208: ― ἡ [[σημασία]] αὕτη [[εἶναι]] Ἰων. 2) παρ’ Ἀττ. [[ἔλλειψις]] λόγου, λογικοῦ δηλ., [[παράλογος]] [[διαγωγή]], ἀπερισκεψία, [[ἀβουλία]], κατ’ ἀντίθ. τῷ [[λόγος]], Πλάτ. Θεαίτ. 207C, πρβλ. 199D, Φαίδων 67Ε, κτλ.˙ πολλὴ ἀλ. τῆς διανοίας, Θουκ. 5. 111. 3) [[σύγχυσις]], [[ἀταξία]], Πολύβ. 15. 14, 2: ― [[ἀφασία]], [[ἀφωνία]], [[σιωπή]], ἐκθάμβωσις, ὁ αὐτ. 36. 5, 4. 4) τὸ ἀναποφάσιστον, [[ἀμφιβολία]], Παυσ. 7. 17, 6. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:59, 5 August 2017
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ,
A want of respect or regard, ἀλογίην εἶχον τοῦ χρηστηρίου took no heed of it, Hdt.4.150; ἐν ἀλογίῃ ἔχειν or ποιεῖσθαί τι 6.75, 7.226:—in 2.141 ἐν ἀλογίῃσι ἔχειν παραχρησάμενον τῶν Αἰγυπτίων, gen. is anacoluthon (as if ἀλογίην ἔχειν τῶν Αἰγ.) ; ἀλογίης ἐγκυρῆσαι to be disregarded, 7.208 codd.:—this sense is Ion. and late Prose, ἐν ἀλογίᾳ ποιεῖσθαί τι Procop.Pers.1.2, al. 2 Att., want of reason, absurdity, opp. λόγος, Pl.Tht.207c, cf. 199d, Phd.67e, D.23.168; πολλὴ ἀ. τῆς διανοίας Th.5.111; concrete, the irrational part of the soul, Porph.Abst.1.42. 3 confusion, disorder, Plb.15.14.2; τύχη ἐν ἀλογίᾳ κειμένη Plot.6.8.17:—speechlessness, amazement, Plb. 36.7.4. 4 indecision, doubt, Paus.7.17.6. 5 Rhythm., irrationality, relation of time-elements which cannot be expressed by a simple ratio, Aristox.Rhyth.2.20.
German (Pape)
[Seite 108] ἡ, 1) Unverstand, Unüberlegtheit, Plat. Phaed. 67 e u. öfter; mit ἀτοπία verbunden Epist. VII, 352 a; καίτοι πολλὴ ἀλογία, es ist unvernünftig, nachher gesteigert, μᾶλλον δὲ ἀδύνατον Lys. 213 a; διανοίας Thuc. 5, 111. Dah. – 2) Unordnung, Pol. 5, 53. 15, 14. – 3) Rücksichtslosigkeit, Geringachtung, ἐν ἀλογίῃ ποιούμενος Her. 7, 226; ἐν ἀλογίῃσιν ἔχειν 2, 141; ἀλογίην ἔχειν τοῦ χρηστηρίου 4, 150; nicht beachten, ἀλογίης ἐγκυρεῖν, nicht beachtet werden, 7, 208. – 4) Sprachlosigkeit, Pol. 36, 5; Luc. Lexiph. 15.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλογία: Ἰων. -ίη, ἡ, ἔλλειψις προσοχῆς, σεβασμοῦ ἢ φροντίδος πρός τινα, ὀλιγωρία, ἀδιαφορία: ἀλογίην εἶχον τοῦ χρηστηρίου, δὲν ἔδιδον οὐδεμίαν προσοχήν, nullam ejus rationem habebant, Ἡρόδ. 4. 150˙ οὕτως, ἐν ἀλογίῃ ἔχειν ἢ ποιεῖσθαί τι, 6. 75., 7. 226˙ ― ἐν 2. 141, ἐν ἀλογίῃσι ἔχειν παραχρησάμενον τῶν... Αἰγυπτίων, ἡ γεν. εἶναι κατὰ σχῆμα ἀνακόλουθον (ὡς εἰ ἔλεγεν, ἀλογέειν ἢ ἀλογίην ἔχειν τῶν Αἰγ.)˙ ἀλογίης ἐγκυρεῖν, παραβλέπεσθαι, περιφρονεῖσθαι, 7. 208: ― ἡ σημασία αὕτη εἶναι Ἰων. 2) παρ’ Ἀττ. ἔλλειψις λόγου, λογικοῦ δηλ., παράλογος διαγωγή, ἀπερισκεψία, ἀβουλία, κατ’ ἀντίθ. τῷ λόγος, Πλάτ. Θεαίτ. 207C, πρβλ. 199D, Φαίδων 67Ε, κτλ.˙ πολλὴ ἀλ. τῆς διανοίας, Θουκ. 5. 111. 3) σύγχυσις, ἀταξία, Πολύβ. 15. 14, 2: ― ἀφασία, ἀφωνία, σιωπή, ἐκθάμβωσις, ὁ αὐτ. 36. 5, 4. 4) τὸ ἀναποφάσιστον, ἀμφιβολία, Παυσ. 7. 17, 6.