περισφίγγω: Difference between revisions
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
(6_12) |
(32) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περισφίγγω''': ἰσχυρῶς ἢ σφιγκτὰ δένω ὁλόγυρα, βοὸς οὐρᾷ π. τὸν αὐχένα Διόδ. 3. 33, κτλ.· ― Παθ., Ἱππ. Κεφαλ. τρωμ. 908, πρβλ. 278. 9. | |lstext='''περισφίγγω''': ἰσχυρῶς ἢ σφιγκτὰ δένω ὁλόγυρα, βοὸς οὐρᾷ π. τὸν αὐχένα Διόδ. 3. 33, κτλ.· ― Παθ., Ἱππ. Κεφαλ. τρωμ. 908, πρβλ. 278. 9. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΝΑ<br />[[σφίγγω]] κάποιον ή [[κάτι]] [[ολόγυρα]], [[σφίγγω]] [[δυνατά]] από [[παντού]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[περιστοιχίζω]], [[περιβάλλω]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με φρούρια ή πόλεις) [[περικυκλώνω]], [[πολιορκώ]] [[στενά]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[πλησιάζω]] κάποιον από όλες τις πλευρές για να του [[κάνω]] [[κακό]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τον κύκλο του ουρανού) [[περιζώνω]] [[σφιχτά]] από [[παντού]]<br /><b>2.</b> [[εφαρμόζω]] [[κάτι]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] [[άλλο]] σφίγγοντάς το<br /><b>3.</b> [[συστέλλω]], [[μαζεύω]]<br /><b>4.</b> [[περιορίζω]], [[περιστέλλω]]<br /><b>5.</b> [[καταπνίγω]]<br /><b>6.</b> [[εγκλείω]]<br /><b>7.</b> [[σφίγγω]] στην [[αγκαλιά]] μου, [[αγκαλιάζω]]<br /><b>8.</b> [[περιέχω]]<br /><b>9.</b> <b>μτφ.</b> α) [[συνάπτω]], [[δένω]] με άρρηκτους δεσμούς<br />β) [[καθιστώ]] [[κάτι]] αυστηρότερο. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:17, 29 September 2017
English (LSJ)
A bind tightly all round, βοὸς οὐρᾷ τὸν αὐχένα π. D.S.3.33 ; κύκλος οὐρανοῦ π. πάντα Ph.1.227 ; χεῖρα σπατάλῃ AP6.74 (Agath.) ; δεσμῷ . . Ἅρηα περισφίγξας Ἀφροδίτῃ Nonn.D.5.585 ; apply closely, of a cupping-instrument, Aret.CA1.10:—Pass., Hp.Oss.13, J.AJ3.7.4 ; τῷ πυφμένι -έσφιγκται σωλήν Str.16.2.13 : abs., contract, shrink, Hp.VC15 ; π. τοῖς ἱδρῶσι τοὺς λινοῦς Sor.1.83. 2 metaph., tighten up, make more stringent, νόμον Just.Nov.46 Praef.
German (Pape)
[Seite 595] darum, von allen Seiten zusammenbinden, -schnüren, -pressen; Hippocr.; Luc. amor. 41; περισφίγξω χεῖρα σπατάλῃ, Agath. 27 (VI, 74); M. Arg. 3 (V, 104).
Greek (Liddell-Scott)
περισφίγγω: ἰσχυρῶς ἢ σφιγκτὰ δένω ὁλόγυρα, βοὸς οὐρᾷ π. τὸν αὐχένα Διόδ. 3. 33, κτλ.· ― Παθ., Ἱππ. Κεφαλ. τρωμ. 908, πρβλ. 278. 9.
Greek Monolingual
ΝΑ
σφίγγω κάποιον ή κάτι ολόγυρα, σφίγγω δυνατά από παντού
νεοελλ.
1. περιστοιχίζω, περιβάλλω
2. (σχετικά με φρούρια ή πόλεις) περικυκλώνω, πολιορκώ στενά
3. μτφ. πλησιάζω κάποιον από όλες τις πλευρές για να του κάνω κακό
αρχ.
1. (για τον κύκλο του ουρανού) περιζώνω σφιχτά από παντού
2. εφαρμόζω κάτι πάνω σε κάτι άλλο σφίγγοντάς το
3. συστέλλω, μαζεύω
4. περιορίζω, περιστέλλω
5. καταπνίγω
6. εγκλείω
7. σφίγγω στην αγκαλιά μου, αγκαλιάζω
8. περιέχω
9. μτφ. α) συνάπτω, δένω με άρρηκτους δεσμούς
β) καθιστώ κάτι αυστηρότερο.