παρατάσσω: Difference between revisions
εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων → blessed is our God always, now and ever, and to the ages of ages
(Bailly1_4) |
(31) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<b>1</b> ranger en bataille, acc. : [[οἱ]] παρατεταγμένοι THC ceux qui sont placés les uns à côté des autres pour le combat;<br /><b>2</b> mettre en rang à côté τινά τινι mettre une personne en rang à côté d’une autre ; <i>fig.</i> placer à côté pour comparer : τινά τινι comparer une personne à une autre;<br /><i><b>Moy.</b></i> παρατάσσομαι ranger ses troupes en bataille, se ranger en ordre de bataille τινι, [[πρός]] τινα contre qqn.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[τάσσω]]. | |btext=<b>1</b> ranger en bataille, acc. : [[οἱ]] παρατεταγμένοι THC ceux qui sont placés les uns à côté des autres pour le combat;<br /><b>2</b> mettre en rang à côté τινά τινι mettre une personne en rang à côté d’une autre ; <i>fig.</i> placer à côté pour comparer : τινά τινι comparer une personne à une autre;<br /><i><b>Moy.</b></i> παρατάσσομαι ranger ses troupes en bataille, se ranger en ordre de bataille τινι, [[πρός]] τινα contre qqn.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[τάσσω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΝΜΑ<br />([[κυρίως]] για πρόσ.) [[τοποθετώ]] σε κανονική [[σειρά]], [[βάζω]] τον ένα [[κοντά]] στον [[άλλο]], [[κυρίως]] για [[μάχη]] («τὴν μὲν πλείστην τῆς στρατιᾱς παρέταξε πρὸς τὰ τείχη», <b>Θουκ.</b><br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (και για πράγματα) [[παραθέτω]], [[αραδιάζω]] («παρέταξε τα εμπορεύματά του»)<br /><b>2.</b> (για λόγους, επιχειρήματα, απόψεις) [[διατυπώνω]] το ένα [[έπειτα]] από το [[άλλο]] («παρέταξε ολόκληρη [[σειρά]] επιχειρημάτων»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>παρατάσσομαι</i><br /><b>1.</b> έχω τοποθετημένα τα τμήματα μου σε [[διάταξη]] μάχης («ἧλθεν παρατασσόμενος εἰς πόλεμον», Πασχ. Χρον.)<br /><b>2.</b> [[μάχομαι]], [[πολεμώ]] («τοὺς ἐν Πλαταιαῑς παραταξαμένους», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στέκομαι]] [[παρά]] το [[πλευρό]], βρίσκομαι [[κοντά]] σε κάποιον [[κατά]] τη [[μάχη]] («ὑποχωρησάντων γὰρ αὐτοῑς τῶν παρατεταγμένων», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «παρατάσσομαι [[πρός]] τι ή [[πρός]] τινα» — αντιπαρατάσσομαι σε κάποιον, [[αντιμετωπίζω]] κάποιον<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[αντιδρώ]], [[αντιμάχομαι]] («πρὸς τὴν τοῡ καιροῡ παρατάσσεται δυσκολίαν», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>)<br />4., <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «παρατάσσομαι<br />εν πολέμῳ [[θνήσκω]]»<br /><b>5.</b> [[είμαι]] [[έτοιμος]], [[στέκομαι]] παρασκευασμένος για [[κάτι]] («ἐδόκει μοι ὁ [[Πρωταγόρας]] ἤδη ἀγωνιᾱν καὶ παρατετάχθαι πρὸς τὸ ἀποκρίνεσθαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> [[συγκρίνω]], [[αντιπαραβάλλω]] («τοῑς περὶ Αἰόλου λεγομένοις αὐτὸν παρατάξωμεν», Ισοκρ.)<br /><b>7.</b> (το μέσ. με απρμφ.) [[αρνούμαι]] με [[επιμονή]]<br /><b>8.</b> [[προστάζω]], [[διατάζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:14, 29 September 2017
English (LSJ)
Att. παρατάττω,
A place or post side by side, draw up in battleorder, Hdt.9.31, Th.7.3, X.HG1.1.33, etc. : also c. inf., τοὺς φρουροὺς παρέταξε φυλάττειν τὸ τεῖχος drew them up with orders to guard... ib.4.5.11 :—Med., in prop. sense, draw up one's men in battle-order, ib.7.5.23 codd.; of ships, π. μετεώρους Th.1.52 ; post by one's side, αὐτὸς αὑτῷ με παρετάξατο Isoc.19.38 ; αὐτοῖς π. τὰ παιδικὰ εἰς τὸν ἀγῶνα X.Smp.8.34 :—Med. and Pass., draw up or be drawn up beside, τῶν ὁπλιτέων οἳ παρατετάχατο παρὰ τὴν ἀκτήν Hdt.8.95 ; παραταχθεὶς ἐν μάχῃ πλουσίῳ Pl.R.556d ; to be drawn up in battle-order, ἑκατέρωθεν παρατεταγμένοι Th.4.32, cf. 43, etc.; παραταξάμενοι τοῖς πολεμίοις against... Isoc.12.92 ; ὡς παρετάξαντο ἀλλήλοις X.HG4.3.5 ; παρατάξασθαι πρὸς τὰς δυνάμεις Isoc.4.96 ; πρὸς τοὺς πολεμίους Plb.2.1.8 ; ἐπί τινα App.BC5.22 : abs., stand side by side in battle, οἱ παρατεταγμένοι Th.4.96, cf. Ar.V.1123, X.HG3.4.23 ; παραταξάμενοι ἐναυμάχησαν in order of battle, Th.1.29, cf. X.Cyr.5.3.5 ; μὰ . . τοὺς ἐν Πλαταιαῖς παραταξαμένους D.18.208. 2 Med. and Pass., stand prepared, παρατετάχθαι πρὸς τὸ ἀποκρίνεσθαι Pl.Prt. 333e ; πρὸς τὰ κακά Epicur. Fr.489 : c. inf., refuse obstinately, π. μὴ ἐπινεύειν Arr.Epict.1.5.3, cf. M.Ant.8.48. II. set side by side, compare, Isoc.11.7.
German (Pape)
[Seite 502] att. -ττω, daneben, neben einander ordnen, bes. in Schlachtordnung stellen; Her. 9, 31; ἅπαντας παρέταξε παρὰ τὸ Λύκειον, ὡς μαχούμενος, Xen. Hell. 1, 1, 33; τὸν πολέμαρχον παρατάξαι ἐκέλευσε τὸ στράτευμα, 4, 3, 21, öfter; Folgde, bes. im med.; Xen. Cyr. 5, 3, 5; Pol. 1, 9, 4 u. sonst; auch von der Flotte, ἀνταναγαγόμενοι καὶ παραταξάμενοι ἐναυμάχησαν, Thuc. 1, 29; – παραταξάμενοι τοῖς πολεμίοις, Isocr. 12, 92; ἀλλήλοις, Xen. Hell. 4, 3, 5; πρός τινα, Isocr. 4, 96; Pol. 2, 1, 8 u. A.; ἐπί τινα, App. B. C. 5, 22; – pass., παρά τινος, Her. 8, 95; τοὺς παρατεταγμένους ἱππέας, Thuc. 7, 78, u. sonst; komisch λοπάδων παρατεταγμένη φάλαγξ, Diphil. bei Ath. VI, 231 a. – Oft ist mit dem »sich gegen Einen in Schlachtordnung stellen« der Begriff des Kampfes vrbdn, πολλάκις παραταττόμενοι τοῖς πολεμίοις, Pol. 1, 39, 12; vgl. Dem. 59, 95. – Uebertr. sagt Plat. ἀγωνιᾶν καὶ παρατετάχθαι πρὸς τὸ ἀπ οκρίνεσθαι, Prot. 333 e. – Sp., wie Plut., auch = sich vorsetzen, einen Entschluß bei sich fassen.
Greek (Liddell-Scott)
παρατάσσω: Ἀττικ. -ττω, ὡς καὶ νῦν ἐπὶ στρατοῦ, τὸ δὲ ἀσθενέστερον παρέταξε κατὰ τοὺς Τεγεήτας Ἡρόδ. 9. 31, Θουκ. 7. 3, Ξεν. Ἑλλ. 1. 1, 33, κτλ.· ὡσαύτως μετ’ ἀπαρ., τοὺς φρουροὺς παρέταξε· φυλλάτειν τὸ τεῖχος, τοὺς παρέταξε διατάξας νὰ φυλάττωσι.., αὐτόθι 4. 5, 11. - Μέσ., ἐπὶ τῆς κυριολεκτικῆς σημασίας παρατάττω τοὺς ἄνδρας μου ὡς εἰς μάχην, αὐτόθι 7. 5, 23, κλ.· ἐπὶ πλοίων, π. μετεώρους Θουκ. 1. 52· τοποθετῶ πλησίον μου, παρατάξασθαί τινα ἑαυτῷ Ἰσοκρ. 392Β· αὐτοῖς π. τὰ παιδικὰ Ξενοφ. Συμπ. 8., 34. - Μέσ. καὶ παθ., οἳ παρατετάχατο παρὰ τὴν ἀκτὴν Ἡρόδ. 8. 95· ἀνὴρ πένης.. παραταχθεὶς ἐν μάχῃ πλουσίῳ, ταχθεὶς ἐν μάχῃ πλησίον ἀνδρὸς πλουσίου, Πλάτ. Πολ. 556D· τάττομαι εἰς παράταξιν μάχης, ἑκατέρωθεν παρατεταγμένοι Θουκ. 4. 32, πρβλ. 43, κτλ.· παραταξάμενοι τοῖς πολεμίοις, ἐναντίον.., Ἰσοκρ. 251D· ὡς παρετάξαντο ἀλλήλοις Ξεν. Ἑλλ. 4. 3, 5· ὡσαύτως, παρατάξασθαι πρὸς τὰς δυνάμεις Ἰσοκρ. 60C, Πολύβ. ἐπί τινα Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 22· ἀπολ., ἵσταμαι πλησίον ἑτέρου ἐν μάχῃ, οἱ παρατεταγμένοι Θουκ. 4. 96, πρβλ. 7. 78, Ἀριστοφάν. Σφ. 1123, Ξενοφ. Ἑλλ. 3. 4, 23· παραταξάμενοι ἐναυμάχησαν Θουκ. 1, 29, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 5. 3, 5· μά.. τοὺς ἐν Πλαταιαῖς παραταξαμένους Δημ. 297. 14. 2) ἐν μέσ. καὶ παθ., ὡσαύτως, ἵσταμαι παρεσκευασμένος, ἕτοιμος, παρατετάχθαι πρὸς τὸ ἀποκρίνεσθαι Πλάτ. Πρωτ. 333Ε· μετ’ ἀπαρ., Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 5, 3· - ὡσαύτως, ἐναντιοῦμαι, ἀνθίσταμαι, πρός τι Γρηγ. Ναζ. ΙΙ. τάττω τὸ ἓν παρὰ τὸ ἕτερον, παραβάλλω, συγκρίνω, Ἰσοκρ. 222Ε. ΙΙΙ = προστάττω, φερέτω Σωσίχα τὸ ἡμιμναῖον Καλλείδα - ἢ ὧν κα Δομοκράτειρα παρατάξῃ Ἐπιγραφ. Δελφ. a 176 a. C.
French (Bailly abrégé)
1 ranger en bataille, acc. : οἱ παρατεταγμένοι THC ceux qui sont placés les uns à côté des autres pour le combat;
2 mettre en rang à côté τινά τινι mettre une personne en rang à côté d’une autre ; fig. placer à côté pour comparer : τινά τινι comparer une personne à une autre;
Moy. παρατάσσομαι ranger ses troupes en bataille, se ranger en ordre de bataille τινι, πρός τινα contre qqn.
Étymologie: παρά, τάσσω.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
(κυρίως για πρόσ.) τοποθετώ σε κανονική σειρά, βάζω τον ένα κοντά στον άλλο, κυρίως για μάχη («τὴν μὲν πλείστην τῆς στρατιᾱς παρέταξε πρὸς τὰ τείχη», Θουκ.
νεοελλ.
1. (και για πράγματα) παραθέτω, αραδιάζω («παρέταξε τα εμπορεύματά του»)
2. (για λόγους, επιχειρήματα, απόψεις) διατυπώνω το ένα έπειτα από το άλλο («παρέταξε ολόκληρη σειρά επιχειρημάτων»)
μσν.-αρχ.
μέσ. παρατάσσομαι
1. έχω τοποθετημένα τα τμήματα μου σε διάταξη μάχης («ἧλθεν παρατασσόμενος εἰς πόλεμον», Πασχ. Χρον.)
2. μάχομαι, πολεμώ («τοὺς ἐν Πλαταιαῑς παραταξαμένους», Δημοσθ.)
αρχ.
1. στέκομαι παρά το πλευρό, βρίσκομαι κοντά σε κάποιον κατά τη μάχη («ὑποχωρησάντων γὰρ αὐτοῑς τῶν παρατεταγμένων», Θουκ.)
2. φρ. «παρατάσσομαι πρός τι ή πρός τινα» — αντιπαρατάσσομαι σε κάποιον, αντιμετωπίζω κάποιον
3. μτφ. αντιδρώ, αντιμάχομαι («πρὸς τὴν τοῡ καιροῡ παρατάσσεται δυσκολίαν», Γρηγ. Ναζ.)
4., (κατά τον Ησύχ.) «παρατάσσομαι
εν πολέμῳ θνήσκω»
5. είμαι έτοιμος, στέκομαι παρασκευασμένος για κάτι («ἐδόκει μοι ὁ Πρωταγόρας ἤδη ἀγωνιᾱν καὶ παρατετάχθαι πρὸς τὸ ἀποκρίνεσθαι», Πλάτ.)
6. συγκρίνω, αντιπαραβάλλω («τοῑς περὶ Αἰόλου λεγομένοις αὐτὸν παρατάξωμεν», Ισοκρ.)
7. (το μέσ. με απρμφ.) αρνούμαι με επιμονή
8. προστάζω, διατάζω.