συσκευασία: Difference between revisions
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
(Bailly1_5) |
(40) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />préparatifs, <i>particul.</i> pour un départ <i>ou</i> une marche.<br />'''Étymologie:''' [[συσκευάζω]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />préparatifs, <i>particul.</i> pour un départ <i>ou</i> une marche.<br />'''Étymologie:''' [[συσκευάζω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΑ [[συσκευάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>τεχνολ.</b> η [[τεχνολογία]] και η [[μέθοδος]] κατάλληλης τακτοποίησης ενός αγαθού σε [[δέμα]] ή [[κιβώτιο]] για [[μεταφορά]], [[αποθήκευση]] και [[πώληση]], κν. [[αμπαλάζ]] ή [[αμπαλάρισμα]]<br /><b>2.</b> το εξωτερικό [[περίβλημα]] ενός τυποποιημένου εμπορεύματος, που αποσκοπεί στην [[προστασία]] του και για στην [[αισθητική]] [[ικανοποίηση]] του καταναλωτή<br /><b>3.</b> [[φαρμακευτική]] [[σύνθεση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[σύναξη]] και [[διευθέτηση]] τών σκευών για [[αναχώρηση]] ή [[πορεία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:56, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A packing up, getting ready, for a journey or march, ib.4.2.35.
German (Pape)
[Seite 1042] ἡ, Zubereitung, Zurüstung, bes. zur Reise, zum Marsch, Xen. Cyr. 4, 2, 34.
Greek (Liddell-Scott)
συσκευᾰσία: ἡ, τὸ συσκευάζεσθαι, συνάγειν ἐπὶ τὸ αὐτὸ τὰ σκεύη πρὸς ἀναχώρησιν ἢ πορείαν, Ξεν. Κύρ. 4. 2, 35.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
préparatifs, particul. pour un départ ou une marche.
Étymologie: συσκευάζω.
Greek Monolingual
η, ΝΑ συσκευάζω
νεοελλ.
1. τεχνολ. η τεχνολογία και η μέθοδος κατάλληλης τακτοποίησης ενός αγαθού σε δέμα ή κιβώτιο για μεταφορά, αποθήκευση και πώληση, κν. αμπαλάζ ή αμπαλάρισμα
2. το εξωτερικό περίβλημα ενός τυποποιημένου εμπορεύματος, που αποσκοπεί στην προστασία του και για στην αισθητική ικανοποίηση του καταναλωτή
3. φαρμακευτική σύνθεση
αρχ.
σύναξη και διευθέτηση τών σκευών για αναχώρηση ή πορεία.