νειός: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
(Autenrieth)
(26)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[νέος]]): sc. γῆ, [[new]] [[land]], [[fallow]] [[land]], [[newly]] ploughed [[after]] having lain [[fallow]]; [[thrice]] ploughed, [[after]] [[such]] [[rest]], in Il. 18.541, Od. 5.137.
|auten=([[νέος]]): sc. γῆ, [[new]] [[land]], [[fallow]] [[land]], [[newly]] ploughed [[after]] having lain [[fallow]]; [[thrice]] ploughed, [[after]] [[such]] [[rest]], in Il. 18.541, Od. 5.137.
}}
{{grml
|mltxt=[[νειός]], ἡ (ΑΜ, Α και [[νεός]] και νέα)<br /><b>1.</b> [[αγρός]] ο [[οποίος]] οργώθηκε και [[πάλι]], [[αφού]] παρέμεινε [[χέρσος]] για λίγο χρόνο με σκοπό την [[ενδυνάμωση]] της γης, [[νιάμα]] («αἴτιον τοῡ θᾱττον ἐκτελοῡν καὶ μὴ καρπίζεσθαι τἠν γῆν, ἀλλὰ νειὸν ποιεῑν», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> η [[άροση]], το όργωμα και [[ιδίως]] η ειδική [[σπορά]] αγρού για αναζωογόνησή του<br /><b>αρχ.</b><br />θηλυκό [[άλογο]] που αφέθηκε ανόχευτο για έναν χρόνο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται σε ΙΕ τ. <i>neiwos</i>, όν. που θεωρείται παρ. ενός ΙΕ επιρρ. <i>ni</i> «[[χαμηλά]], [[κάτω]]». Επομένως, [[νειός]] <span style="color: red;"><</span> <i>νειFός</i>. Συνδέεται με αρχ. σλαβ. <i>niva</i>, σερβοκροατ. <i>njiva</i> και ρωσ. <i>niva</i>, όλα με σημ. «[[αγρός]], καλλιεργημένη γη». Ενωρίς επήλθε [[σύγχυση]] [[μεταξύ]] των οικογενειών του [[νειός]] και του [[νέος]] (<b>πρβλ.</b> [[νέατος]], <i>νεώ</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:02, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νειός Medium diacritics: νειός Low diacritics: νειός Capitals: ΝΕΙΟΣ
Transliteration A: neiós Transliteration B: neios Transliteration C: neios Beta Code: neio/s

English (LSJ)

ἡ, also νεός X. (v. infr.), SIG963.8 (Amorgos, iv B.C.),

   A fallow-land, νειοῖο βαθείης Il.10.353; ν. τρίπολος a thrice-ploughed fallow, 18.541, Od.5.127, Hes.Th.971, cf. Call.Dian.175, etc.; μὴ καρπίζεσθαι τὴν γῆν ἀλλὰ νειὸν ποιεῖν rejuvenate it, Thphr.CP4.8.1, cf. 4.8.3, HP8.7.2; νειὸν ἄρουραν Hes.Op.463; of a mare, ἕνα ἐνιαυτὸν . . ἀνάγκη διαλείπειν καὶ ποιεῖν ὥσπερ νειόν Arist.HA577a2.    2 ploughing and sowing of land to reinvigorate it, νειὸς ἀμείνων ἡ χειμέριος τῆς ἐαρινῆς Thphr.HP8.6.3; ἡ ἀρίστη νειὸς ἀπὸ τῶν κυάμων prob. cj. ib.8.7.2; εἰς νειὸν ἀροῦν Gp.3.6.7, 3.11.8; τῷ σπόρῳ νεὸν δεῖ ὑπεργάζεσθαι X.Oec.16.10, cf. SIGl. c.:—also νέα, ἡ, Thphr.CP3.20.7, IG 22.334.17; also παρασκάψει τὴν γῆν νειάν SIG963.46. (Cf. OSlav. njiva 'field'.)

German (Pape)

[Seite 237] ἡ, eigtl. ion. = νέος, sc. γῆ, wie auch Hes. sagt νειὸν ἄρουραν σπείρειν, O. 465, die Brache, das Land, welches eine Weile unbenutzt gelegen hat u. neu aufgebrochen, frisch gepflügt wird, novale, νειὸν μαλακὴν τρίπολον, Il. 18, 541, weiches, dreimal gepflügtes Brachland; βαθεῖα, 10, 353. 18, 547 u. öfter; Hes. Th. 971; auch Theophr.; D. Hal. 10, 17 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

νειός: ἡ, Λατ. novale, νέα γῆ, δηλ. χωράφιον ἐκ νέου ἀροθὲν ἀφ’ οὗ ἔμεινεν ἐπὶ χρόνον τινὰ ἀγεώργητον, «νειάμα», νειοῖο βαθείης Ἰλ. Κ. 353· νειὸς τρίπολος, τρὶς ἀροθεὶς νειός, τρεῖς φορὰς ἀροτριασθὲν «νειάμα», Σ. 541, Ὀδ. Ε. 127, Ἡσ. Θ. 971, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 7, 2· ὡσαύτως νειὸν δὲ σπείρειν ἔτι κουφίζουσαν ἄρουραν, «σπεῖρε δὲ τὴν νεαθεῖσαν γῆν καὶ ἔτι κούφην οὖσαν καὶ μὴ συμπιληθεῖσαν καὶ στερεωθεῖσαν, ἀλλὰ σπογγώδη» (Τζέτζ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 461· ― ἐπὶ θηλείας ἵππου, ἕνα ἐνιαυτόν... ἀνάγκη διαλείπειν καὶ ποιεῖν ὥσπερ νειὸν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 22, 16· ― παρ’ Ἀττ. καὶ νεός, ἡ, Ξεν. Οἰκ. 16, 10, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 20, 7 (κοινῶς νέαις), 4. 8, 3 (κοινῶς τοὺς νέους)· ― Καθ’ Ἡσύχ.: «νειός· κυρίως μὲν ἡ νεωστὶ μεταβεβλημένη γῆ, τουτέστιν ἠροτριαμένη· νέα γὰρ φαίνεται» κτλ.

French (Bailly abrégé)

οῦ;
adj. f.
renouvelé, particul. nouvellement façonné ou labouré ; ἡ νειός (γῆ) terre nouvellement labourée en jachère.
Étymologie: νέος.
Par. νεατός.

English (Autenrieth)

(νέος): sc. γῆ, new land, fallow land, newly ploughed after having lain fallow; thrice ploughed, after such rest, in Il. 18.541, Od. 5.137.

Greek Monolingual

νειός, ἡ (ΑΜ, Α και νεός και νέα)
1. αγρός ο οποίος οργώθηκε και πάλι, αφού παρέμεινε χέρσος για λίγο χρόνο με σκοπό την ενδυνάμωση της γης, νιάμα («αἴτιον τοῡ θᾱττον ἐκτελοῡν καὶ μὴ καρπίζεσθαι τἠν γῆν, ἀλλὰ νειὸν ποιεῑν», Θεόφρ.)
2. η άροση, το όργωμα και ιδίως η ειδική σπορά αγρού για αναζωογόνησή του
αρχ.
θηλυκό άλογο που αφέθηκε ανόχευτο για έναν χρόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ τ. neiwos, όν. που θεωρείται παρ. ενός ΙΕ επιρρ. ni «χαμηλά, κάτω». Επομένως, νειός < νειFός. Συνδέεται με αρχ. σλαβ. niva, σερβοκροατ. njiva και ρωσ. niva, όλα με σημ. «αγρός, καλλιεργημένη γη». Ενωρίς επήλθε σύγχυση μεταξύ των οικογενειών του νειός και του νέος (πρβλ. νέατος, νεώ)].