πῶμα: Difference between revisions
Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren
(Autenrieth) |
(35) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=ατος: [[lid]], [[cover]], of a [[chest]], a [[vase]], a [[quiver]], Il. 16.221, Od. 2.353, Il. 4.116. (See the [[quiver]] of [[Heracles]] in [[cut]].) | |auten=ατος: [[lid]], [[cover]], of a [[chest]], a [[vase]], a [[quiver]], Il. 16.221, Od. 2.353, Il. 4.116. (See the [[quiver]] of [[Heracles]] in [[cut]].) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />το / [[πῶμα]], πώματος, ΝΑ<br />[[κάλυμμα]], [[σκέπασμα]], [[τάπα]], [[καπάκι]] (α. «[[βάλε]] το [[πώμα]] στο [[μπουκάλι]] [[γιατί]] θα εξατμιστεί το [[οινόπνευμα]]» β. «ὡς εἴ τε φαρέτρη πῶμ' ἐπιθείη», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[τάφος]], [[μνήμα]] («εἶδε δὲ τέκνου πώματι λαϊνέῳ [[σῶμα]] κατισχόμενον», <b>επιγρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[πῶμα]] (<span style="color: red;"><</span> <i>p</i><i>ō</i>-<i>mn</i> με [[επίθημα]] -<i>μα</i> τών ρηματικών ονομάτων, <b>πρβλ.</b> <i>δρά</i>-<i>μα</i>) ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>p</i><i>ō</i>(<i>i</i>)- / <i>p</i><i>ō</i>-<i>y</i>- «[[προστατεύω]], [[φυλάσσω]], [[στεγάζω]]» με βουκολική σημ., στην οποία ανάγονται και οι τ. <i>πῶυ</i> «[[αγέλη]]», [[ποίμνη]] «[[κοπάδι]]», [[ποιμήν]] «[[βοσκός]]» (<b>βλ. λ.</b> [[ποιμένας]]), [[καθώς]] και το αρχ. ινδ. <i>p</i><i>ā</i><i>ti</i> «[[προφυλάσσω]]»].———————— <b>(II)</b><br />πώματος, τὸ, Α, και [[πόμα]], -ατος, ΜΑ<br /><b>1.</b> [[καθετί]] που πίνεται, [[ποτό]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[ποτήρι]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «τὰ ἀναγκαῑα πώματα» — πόσιμο [[νερό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[πίνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 29 September 2017
English (LSJ)
(A), ατος, τό,
A lid, cover, φαρέτρης Il.4.116, cf. Od.9.314, B.5.76; χηλοῦ Il.16.221, cf. Od.8.443; πίθου, πίθοιο, Hes.Op.94,98; κάδων Archil.4; κεραμίων PCair.Zen.481.26 (iii B.C., pl.); [κιβωτοῦ] Plu. Rom.28; σιδηροῦν Plb.22.11.16; ἔχει ἡ ἀρτηρία (the windpipe) οἷον π. τὴν ἐπιγλωττίδα Arist.Resp.476a34, cf. HA530a21, al.; ἐπέθηκα τῇ θύρᾳ τὸ π. the stone that closed the entrance, Luc.DMar.2.2; π. λάϊνον, of a tomb, IG12(8).93 (Imbros); operculum of univalves, πορφύρας πώματα Dsc.2.7, cf. 8, Eup.2.63; of the Egyptian bean, Id.2.106.
πῶμα (B), ατος, τό, (πίνω, πέπωκα)
A drink, draught, A.Eu.266 (lyr.), S.Ph.715 (lyr.), E.Hec.392 (prob.), Ba.279 (prob.), Pl.R.406a, etc.; τὰ ἀναγκαῖα π. drinking water, Id.Lg.844b: pl., εὐτρεφέστατον πωμάτων, of Dirce, A. Th.308(lyr.):—the short form πόμα occurs in Pi.N. 3.79 (metaph.), and in later Poets, Call.Fr.8.20 P., Nic.Al.105, 299, Man.3.71 (poet. dat. pl. πομάτεσσι Hsch.); also in Ionic and later Prose, Hp.VM5 (opp. ῥύφημα), Hdt.3.23, Phld.Mus.p.51 K., cf. Poll.6.15; but only as v.l. in correct Attic writers, as Pl.Phd.117b, Phlb.34e:—for πομάτιον in EM578.8 Dind. restores πόμα τι from Hsch. s.v. μελίτιον. II drinking-cup, Hsch.
German (Pape)
[Seite 827] τό (πίνω, πέπωκα), der Trank; π οταμοὺς δ' οἲ διὰ χώρας θελεμὸν πῶμα χέουσιν, Aesch. Suppl. 1027, u. öfter; Soph. Phil. 706; Eur. Bacch. 707 u. öfter, Plut. Critia. 115 b u. oft, wie Folgde. τό, der Deckel; φαρέτρης, Il. 4, 116; χηλοῦ, 16, 221, u. oft; πώμασιν ἄρσον ἅπαντας (sc. ἀμφιφορεῖς), Od. 2, 353; πίθου, Hes. O. 94. 98; Archil. frg. 49; u. in Prosa: σιδηροῦν, Pol. 22, 11, 16; κιβωτοῦ, Plut. Rom. 28, Luc. Icarom. 25.
Greek (Liddell-Scott)
πῶμα: τό, κάλυμμα, σκέπασμα, φαρέτρης Ἰλ. Δ. 116, Ὀδ. Ι. 314· χηλοῦ Ἰλ. Π. 221, Ὀδ. Θ. 443· πίθου Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 94. 98· κάδου Ἀρχίλ. 4· σιδηροῦν Πολύβ. 22. 11, 16· ἔχει ἡ ἀρτηρία (ὁ λάρυγξ) οἷον π. τὴν ἐπιγλωττίδα Ἀριστ. περὶ Ἀναπν. 11, 4, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 34 κ. ἀλλ.· π. τῆς θύρας τοῦ ἄντρου, ὁ λίθος ὅστις ἔφραττε τὴν εἴσοδον, Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 2. 2. (Ἄγνωστος ἡ ἐτυμολογία).
French (Bailly abrégé)
1ατος (τό) :
I. couvercle :
1 couvercle de vase ou de tonneau;
2 couvercle de carquois;
3 couvercle de coffre, de trappe;
II. pierre qui bouche l’entrée d’un antre.
Étymologie: R. Πω, couvrir.
2ατος (τό) :
1 ce qu’on boit, boisson, potion;
2 eau potable.
Étymologie: R. Πο, boire ; v. πίνω pf. πέπωκα, lat. potus, poculum, etc.
English (Autenrieth)
ατος: lid, cover, of a chest, a vase, a quiver, Il. 16.221, Od. 2.353, Il. 4.116. (See the quiver of Heracles in cut.)
Greek Monolingual
(I)
το / πῶμα, πώματος, ΝΑ
κάλυμμα, σκέπασμα, τάπα, καπάκι (α. «βάλε το πώμα στο μπουκάλι γιατί θα εξατμιστεί το οινόπνευμα» β. «ὡς εἴ τε φαρέτρη πῶμ' ἐπιθείη», Ομ. Οδ.)
αρχ.
τάφος, μνήμα («εἶδε δὲ τέκνου πώματι λαϊνέῳ σῶμα κατισχόμενον», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πῶμα (< pō-mn με επίθημα -μα τών ρηματικών ονομάτων, πρβλ. δρά-μα) ανάγεται στην ΙΕ ρίζα pō(i)- / pō-y- «προστατεύω, φυλάσσω, στεγάζω» με βουκολική σημ., στην οποία ανάγονται και οι τ. πῶυ «αγέλη», ποίμνη «κοπάδι», ποιμήν «βοσκός» (βλ. λ. ποιμένας), καθώς και το αρχ. ινδ. pāti «προφυλάσσω»].———————— (II)
πώματος, τὸ, Α, και πόμα, -ατος, ΜΑ
1. καθετί που πίνεται, ποτό
2. (κατά τον Ησύχ.) ποτήρι
3. φρ. «τὰ ἀναγκαῑα πώματα» — πόσιμο νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πίνω.