πτώσσω: Difference between revisions
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
(SL_2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=(cf. [[πτήσσω]], [[πτώξ]]), ipf. πτῶσσον: [[cower]], [[hide]]; [[ὑπό]] τινι, ‘[[before]]’ [[one]], Il. 7.129; of a [[beggar]], ‘go [[cringing]] [[about]],’ κατὰ δῆμον, ρ 22, Od. 18.363; trans., ὄρνῖθες νέφεα, ‘[[flee]]’ the clouds, Od. 22.304. | |auten=(cf. [[πτήσσω]], [[πτώξ]]), ipf. πτῶσσον: [[cower]], [[hide]]; [[ὑπό]] τινι, ‘[[before]]’ [[one]], Il. 7.129; of a [[beggar]], ‘go [[cringing]] [[about]],’ κατὰ δῆμον, ρ 22, Od. 18.363; trans., ὄρνῖθες νέφεα, ‘[[flee]]’ the clouds, Od. 22.304. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=[[πτώσσω]] (cf. πτάσσω.) <br /> <b>1</b> [[skulk]] κατὰ λαύρας δ' ἐχθρῶν ἀπάοροι πτώσσοντι sc. those [[who]] [[have]] been defeated in the games (P. 8.87) | |||
}} | }} |
Revision as of 14:42, 17 August 2017
English (LSJ)
only pres.,
A shrink from, shrink, of birds or other animals, π. ὥστε πέρδικα Archil.106; [ἀκρίδες] πτώσσουσι καθ' ὕδωρ flee into... Il.21.14; also of men, πτῶσσον ὑπὸ κρημνούς ib.26; τί πτώσσεις; 4.371; τίς τοι ἀνάγκη πτώσσειν . .; 5.634; πτώσσοντας ὑφ' Ἕκτορι 7.129; κατὰ λαύρας . . πτώσσοντι skulk, slink, Pi.P.8.87; εἰς ἐρημίαν π. flee cowering into... E.Ba.223; π. ὑπ' ἀσπίδος crouch beneath it, without any notion of fear, Tyrt.11.36:—poet. Verb, once in Hdt., πτώσσοντας [ὑμέας εὕρομεν] 9.48. 2 cringe like a beggar, go begging (cf. πτωχός), κατὰ δῆμον Od.17.227, 18.363: c. acc. loci, π. ἀλλοτρίους οἴκους Hes.Op.395. II c. acc. pers., οὐδ' ἂν (v.l. ἂρ) ἔτι δὴν ἀλλήλους πτώσσοιμεν we can no longer shirk one another, Il.20.427; ποῖ καί με φυγᾷ πτώσσουσι μυχῶν; to what corners have they fled to shun me? E.Hec.1066 (lyr.): c. acc. rei, [ὄρνιθες] νέφεα πτώσσουσαι shrinking from the clouds, Od.22.304; π. δόρυ, βροντήν, Q.S. 5.300, 7.531.
German (Pape)
[Seite 812] intrans., in Furcht, Schrecken od. Bestürzung sein, sich fürchten, furchtsam sich hinducken; Il. 4, 371. 5, 634; ὑφ' Ἕκτορι, 7, 129. 21, 26; aus Furcht fliehen, flüchten, 21, 14; Pind. P. 8, 87; εἰς ἐρημίαν, Eur. Bacch. 223; ὑπ' ἀσπίδος πτώσσειν, Tyrt. 2, 35; – πτώσσων κατὰ δῆμον βούλεται αἰτίζων βόσκειν ἣν γαστέρα, Od. 17, 227, wie 18, 363, sich, wie die Bettler thun, herumdrücken u. bücken (vgl. πτωχός); dah. ἀλλοτρίους οἴκους πτώσσειν, bettelnd zu fremden Häusern gehen, Hes. O. 397. – Auch c. accus. = sich wovor scheuen u. fliehen, οὐδ' ἔτι ἀλλήλους πτώσσοιμεν, wir wollen nicht mehr vor einander fliehen, Il. 20, 427. – In Prosa = fallen, Her. 9, 48, Ael. H. A. 7, 18.
Greek (Liddell-Scott)
πτώσσω: παράλληλος τύπος τοῦ πτήσσω (πρβλ. πτοέω), ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ., συστέλλομαι, «ζαρώνω» ἐκ φόβου, κυρίως ἐπὶ πτηνῶν ἢ ἄλλων ζῴων (πρβλ. πτάξ, πτώξ), Ὀδ. Χ. 304· πτ. ὥστε πέρδικα Ἀρχίλ. 95· πτώσσουσι καθ’ ὕδωρ, ἐκ φόβου πίπτουσιν εἰς τὸ ὕδωρ, Ἰλ. Φ. 14· - ἀκολούθως ἐπὶ ἀνθρώπων, τί πτώσσεις; Δ. 371· τίς τοι ἀνάγκη πτώσσειν…; Ε. 634· πτώσσοντας ὑφ’ Ἕκτορι Η. 129· κατὰ λαύρας... πτώσσοντι Πινδ. Π. 8. 124· φεύγω λάθρα εἴς τι μέρος, ἄλλην δ’ ἄλλοσ’ εἰς ἐρημίαν πτώσσουσαν εὐναῖς ἀρσένων ὑπηρετεῖν Εὐρ. Βάκχ. 223 (πρβλ. πτήσσω)· - πτ. ὑπ’ ἀσπίδος, κρύπτομαι, συστέλλομαι ὅπως φυλαχθῶ, ἄνευ ἐννοίας τινὸς φόβου, Τυρταῖ. 2. 36· - ποιητικὸν ῥῆμα ἅπαξ ἐν χρήσει παρ’ Ἡροδ., εὑρεῖν τινας πτώσσοντας 9. 48, 1. 2) περιέρχομαι συνεσταλμένος, «ζαρωμένος», ὡς ἐπαίτης, ἐπαιτῶ (ὅθεν πτωχός), πτώσσων κατὰ δῆμον Ὀδ. Ρ. 227, Σ. 363· μετ’ αἰτ. τόπου, μήπως τὰ μέταζε χατίζων πτώσσῃς ἀλλοτρίους οἴκους, «μήπως μὴ ἔχων ἐν τῷ μέσῳ τοῦ καιροῦ, πτώσσῃς, πτωχεύῃς ἢ δίκην πτωκὸς γυμνὸς καὶ περιδεὴς πορεύῃ πρὸς τοὺς ἀλλοτρίους οἴκους» (Τζέτζ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 393. II. μετ’ αἰτιατ. προσ., οὐδ’ ἔτι ἀλλήλους πτώσσοιμεν, οὐδὲ τοῦ λοιποῦ φοβηθείημεν ἂν ἀλλήλους, Ἰλ. Υ. 427· ποῖ καί με φυγᾷ πτώσσουσι…; ποῦ ἔχουσι φύγει ἐκ τοῦ πρὸς ἐμὲ φόβου; Εὐρ. Ἑκ. 1065· - Ἴδε Κόντου Κρητικὰ καὶ Γραμματικὰ ἐν Ἀθηνᾶς Τόμ. ΙϚ’, σ. 107, ἔνθα ψέγεται τὸ παρ’ Ἡσυχίῳ πτύσσονται ὡς μὴ ὀρθόν.
French (Bailly abrégé)
1 se blottir de frayeur ; être épouvanté : ὑπό τινι IL par qqn ; τινά, s’enfuir avec épouvante devant qqn;
2 mendier.
Étymologie: R. Πτακ, se blottir ; cf. πτωχός.
English (Autenrieth)
(cf. πτήσσω, πτώξ), ipf. πτῶσσον: cower, hide; ὑπό τινι, ‘before’ one, Il. 7.129; of a beggar, ‘go cringing about,’ κατὰ δῆμον, ρ 22, Od. 18.363; trans., ὄρνῖθες νέφεα, ‘flee’ the clouds, Od. 22.304.
English (Slater)
πτώσσω (cf. πτάσσω.)
1 skulk κατὰ λαύρας δ' ἐχθρῶν ἀπάοροι πτώσσοντι sc. those who have been defeated in the games (P. 8.87)