ἀποκρούω: Difference between revisions
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
(big3_6) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[arrojar, alejar violentamente]] c. ac. de pers. ἐκθέων ἀπέκρουε φύλακας X.<i>HG</i> 5.3.22, τὸν πύκτην <i>AP</i> 11.351 (Pall.)<br /><b class="num">•</b>tb. en v. med. αὐτοὺς ἐπιόντας ἀποκρούσεσθαι Hdt.8.61, Παρναίους Iul.<i>Or</i>.3.67b<br /><b class="num">•</b>en v. pas. c. gen. o adv. de lugar [[ἀμφοτέρωθεν]] ἀπεκρούσθη Th.4.107, εἰς μὲν τὸ μὴ ἀποκρούεσθαι ἀπὸ τῶν ἵππων X.<i>Eq.Mag</i>.3.14, ταύτης (Ἰβηρίας) μὲν ἀποκρούεται Plu.<i>Sert</i>.7, c. ac. de direcc. πρὸς τοῦτο ἀπεκρούσθη τὸ τοῦ νεκροῦ σῶμα Gal.2.221, ἀποκρουσθέντες repelidos</i> Plb.9.42.2.<br /><b class="num">2</b> gener. c. ac. de pers. y gen. [[apartar]], [[alejar]] αὐτὸν ἀπέκρουσε τῆς ὁδοῦ Plu.<i>Cic</i>.47<br /><b class="num">•</b>en v. med. τῆς ἀλληλοφαγίας ἀποκρουόμενος τοὺς ἀνθρώπους Porph.<i>Abst</i>.1.23, en v. pas. μὴ καί που ἀποκρουσθῶμεν τῆς ὁδοῦ Numen.25.4<br /><b class="num">•</b>c. ac. de cosa [[rechazar]] νόσον Porph.<i>Abst</i>.1.53, ὕπνον Porph.<i>Abst</i>.1.27<br /><b class="num">•</b>en v. med. τὰς προσβολάς Hdt.4.200, Th.2.4, ὅσον γεηρόν Plot.4.7.10, ὕπνον Hierocl.<i>in CA</i> 19.5<br /><b class="num">•</b>[[refutar]] los argumentos de un oponente, D.H.<i>Comp</i>.132.12, κατηγορίαν Chor.<i>Or</i>.8.146<br /><b class="num">•</b>[[no aceptar]] τὰς βουλευτι[κὰς λ] ειτουργίας <i>SB</i> 7261.8.<br /><b class="num">3</b> c. ac. de cosa [[maltratar]], [[destruir]] μηδὲ λωβήσασθαι μηδὲν ἢ ἀποκροῦσαι <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.13200.12 (II a.C.), 13194.22 (II d.C.)<br /><b class="num">•</b>en v. pas. κοτυλίσκιον τὸ χεῖλος ἀποκεκρουμένον una tacita con el borde roto, desportillada</i> Ar.<i>Ach</i>.459.<br /><b class="num">II</b> en v. med.-pas. c. gen. de abstr. [[ser impedido]], [[fracasar]] ἀποκρουσθέντες τῆς πείρας Th.8.100, τῆς μηχανῆς ἀπεκρούσθησαν fracasaron en su estratagema</i> Plb.21.28 (ap. crít. p.57). | |dgtxt=<b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[arrojar, alejar violentamente]] c. ac. de pers. ἐκθέων ἀπέκρουε φύλακας X.<i>HG</i> 5.3.22, τὸν πύκτην <i>AP</i> 11.351 (Pall.)<br /><b class="num">•</b>tb. en v. med. αὐτοὺς ἐπιόντας ἀποκρούσεσθαι Hdt.8.61, Παρναίους Iul.<i>Or</i>.3.67b<br /><b class="num">•</b>en v. pas. c. gen. o adv. de lugar [[ἀμφοτέρωθεν]] ἀπεκρούσθη Th.4.107, εἰς μὲν τὸ μὴ ἀποκρούεσθαι ἀπὸ τῶν ἵππων X.<i>Eq.Mag</i>.3.14, ταύτης (Ἰβηρίας) μὲν ἀποκρούεται Plu.<i>Sert</i>.7, c. ac. de direcc. πρὸς τοῦτο ἀπεκρούσθη τὸ τοῦ νεκροῦ σῶμα Gal.2.221, ἀποκρουσθέντες repelidos</i> Plb.9.42.2.<br /><b class="num">2</b> gener. c. ac. de pers. y gen. [[apartar]], [[alejar]] αὐτὸν ἀπέκρουσε τῆς ὁδοῦ Plu.<i>Cic</i>.47<br /><b class="num">•</b>en v. med. τῆς ἀλληλοφαγίας ἀποκρουόμενος τοὺς ἀνθρώπους Porph.<i>Abst</i>.1.23, en v. pas. μὴ καί που ἀποκρουσθῶμεν τῆς ὁδοῦ Numen.25.4<br /><b class="num">•</b>c. ac. de cosa [[rechazar]] νόσον Porph.<i>Abst</i>.1.53, ὕπνον Porph.<i>Abst</i>.1.27<br /><b class="num">•</b>en v. med. τὰς προσβολάς Hdt.4.200, Th.2.4, ὅσον γεηρόν Plot.4.7.10, ὕπνον Hierocl.<i>in CA</i> 19.5<br /><b class="num">•</b>[[refutar]] los argumentos de un oponente, D.H.<i>Comp</i>.132.12, κατηγορίαν Chor.<i>Or</i>.8.146<br /><b class="num">•</b>[[no aceptar]] τὰς βουλευτι[κὰς λ] ειτουργίας <i>SB</i> 7261.8.<br /><b class="num">3</b> c. ac. de cosa [[maltratar]], [[destruir]] μηδὲ λωβήσασθαι μηδὲν ἢ ἀποκροῦσαι <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.13200.12 (II a.C.), 13194.22 (II d.C.)<br /><b class="num">•</b>en v. pas. κοτυλίσκιον τὸ χεῖλος ἀποκεκρουμένον una tacita con el borde roto, desportillada</i> Ar.<i>Ach</i>.459.<br /><b class="num">II</b> en v. med.-pas. c. gen. de abstr. [[ser impedido]], [[fracasar]] ἀποκρουσθέντες τῆς πείρας Th.8.100, τῆς μηχανῆς ἀπεκρούσθησαν fracasaron en su estratagema</i> Plb.21.28 (ap. crít. p.57). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(AM [[ἀποκρούω]]) [[κρούω]]<br /><b>1.</b> [[απωθώ]] αυτόν που επιτίθεται [[εναντίον]] μου<br /><b>2.</b> [[αντικρούω]], [[ανασκευάζω]] (λόγους, επιχειρήματα)<br /><b>3.</b> [[αποδοκιμάζω]], δεν [[δέχομαι]]<br /><b>4.</b> [[αποφεύγω]], [[περιφρονώ]] (κάποιον)<br /><b>μσν.-νεοελλ.</b>, (-ομαι)<br />[[απομακρύνω]], [[εξουδετερώνω]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[εκδιώκω]] κάποιον από [[κάπου]]<br /><b>αρχ.</b><br />(-ομαι)<br /><b>1.</b> [[πέφτω]] [[κάτω]] (από [[άλογο]])<br /><b>2.</b> (για [[αγγείο]]) [[σπάω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:57, 29 September 2017
English (LSJ)
A beat off, drive away, from a place or person, X.HG5.3.22, AP11.351 (Pall.); ὕπνον, νόσον, Porph.Abst.1.27,53:—more freq. in Med., beat off from oneself, τὰς προσβολάς Hdt.4.200, Th.2.4; αὐτοὺς ἐπιόντας Hdt.8.61, etc.; generally, repel, opp. ἐπισπᾶσθαι, S.E. M.7.400; shake off, Plot.4.7.10, Hierocl.in CA19p.461M.; τινάς Jul. Or.2.67b; ἀλληλοφαγίας τοὺς ἀνθρώπους Porph.Abst.1.23; refute an opponent, D.H.Comp.25; κατηγορίαν Chor.in Rev.Phil.1.245:— Pass., to be beaten off, of an assault, Th.4.107, etc.; ἀποκρουσθέντες τῆς πείρας Id.8.100, cf. X.HG6.4.5; ἀ. τῆς μηχανῆς dub. in Plb.21.28; τῆς Ἰβηρίας Plu.Sert.7, etc. II knock off, IG3.1417.12:—Pass., κοτυλίσκιον τὸ χεῖλος ἀποκεκρουμένον a cup with the lip knocked off, Ar.Ach.459. III Pass., also, to be thrown from horseback, X. Eq.Mag.3.14; to be stranded, πρὸς χωρίον λιμνῶδες ἀπεκρούσθη Gal. 2.221.
German (Pape)
[Seite 309] (s. κρούω), zurückstoßen, -schlagen, bes. pass., ἀμφοτέρωθεν ἀπεκρούσθη Thuc. 4, 107; τινά τινος, von Soldaten, Xen. Hell. 5, 3, 22; ἀπεκρούσθη τῆς ἐμβολῆς 6, 4, 4; ἀπό τινος ἀποκεκρουμένος 7, 4, 26; τῶν ἵππων ἀποκρούεσθαι, von den Pferden abgeworfen werden, Hipparch. 3, 14; τῆς μηχανῆς ἀπεκρούσθησαν, ihre List wurde vereitelt, Pol. 22, 11; vgl. Plut. Cleom. 37; – κοτυλίσκιον τὸ χεῖλος ἀποκεκρουσμένον (v. l. ἀποκεκρουμένον, wie auch B. A. 429 citirt ist) Ar. Ach. 435, mit abgebrochenem Rande, Schol. ἀποκεκλασμένον. – Med., von sich zurückschlagen, abwehren, Her. 4, 200. 8, 61 Thuc. 2, 4 Xen. u. Sp., die wie im activ. τινά τινος ver binden.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκρούω: ἀπωθῶ, διὰ τῆς βίας ἀπομακρύνω ἀπὸ τόπου ἢ προσώπου, Ξεν. Ἑλλ. 5. 3. 22. Ἀνθ. Π. 11. 351: - συνηθέστερον ἐν μέσῃ φωνῇ, ἀπωθῶ ἀπ’ ἐμαυτοῦ, τὰς προσβολὰς Ἡρόδ. 4. 200, Θουκ. 2. 4· αὐτοὺς ἐπιόντας Ἡρόδ. 8. 61, κτλ.: καθόλου, ἀπωθῶ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ έλκω, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 400· ἀποκρούω, ἀναιρῶ ἐπιχείρημά τι, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 25: - Παθ. ἀποδιώκομαι βίᾳ ἐπὶ προσβολῆς (πρβλ. ἀποκόπτω ΙΙ.), Θουκ. 4. 107, Ξεν. κτλ.· ἀπεκρούσθη τῆς πείρας. Θουκ. 8. 100· ἀπ. τῆς μηχανῆς, τῆς πείρας, Πολύβ. 22. 11, 5, Πλούτ. κτλ. ΙΙ. Παθ., κοτυλίσκιον τὸ χεῖλος ἀποκεκρουμένον, ποτήριον ἔχον τεθραυσμένον καὶ ἐλλεῖπον τὸ χεῖλος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 459. ΙΙΙ. παθ., ὡσαύτως, καταρρίπτομαι ἀπὸ τοῦ ἵππου, Ξεν. Ἱππαρχ. 3. 14.
French (Bailly abrégé)
éloigner ou séparer par un choc, d’où
1 casser, briser;
2 repousser violemment : τινά τινος qqn d’un lieu ; particul. refouler (un assaillant) ; ἀποκρούεσθαι τῆς πείρας THC être repoussé, d’où échouer dans une tentative;
Moy. ἀποκρούομαι repousser loin de soi (un assaillant, une attaque) acc..
Étymologie: ἀπό, κρούω.
Spanish (DGE)
I 1arrojar, alejar violentamente c. ac. de pers. ἐκθέων ἀπέκρουε φύλακας X.HG 5.3.22, τὸν πύκτην AP 11.351 (Pall.)
•tb. en v. med. αὐτοὺς ἐπιόντας ἀποκρούσεσθαι Hdt.8.61, Παρναίους Iul.Or.3.67b
•en v. pas. c. gen. o adv. de lugar ἀμφοτέρωθεν ἀπεκρούσθη Th.4.107, εἰς μὲν τὸ μὴ ἀποκρούεσθαι ἀπὸ τῶν ἵππων X.Eq.Mag.3.14, ταύτης (Ἰβηρίας) μὲν ἀποκρούεται Plu.Sert.7, c. ac. de direcc. πρὸς τοῦτο ἀπεκρούσθη τὸ τοῦ νεκροῦ σῶμα Gal.2.221, ἀποκρουσθέντες repelidos Plb.9.42.2.
2 gener. c. ac. de pers. y gen. apartar, alejar αὐτὸν ἀπέκρουσε τῆς ὁδοῦ Plu.Cic.47
•en v. med. τῆς ἀλληλοφαγίας ἀποκρουόμενος τοὺς ἀνθρώπους Porph.Abst.1.23, en v. pas. μὴ καί που ἀποκρουσθῶμεν τῆς ὁδοῦ Numen.25.4
•c. ac. de cosa rechazar νόσον Porph.Abst.1.53, ὕπνον Porph.Abst.1.27
•en v. med. τὰς προσβολάς Hdt.4.200, Th.2.4, ὅσον γεηρόν Plot.4.7.10, ὕπνον Hierocl.in CA 19.5
•refutar los argumentos de un oponente, D.H.Comp.132.12, κατηγορίαν Chor.Or.8.146
•no aceptar τὰς βουλευτι[κὰς λ] ειτουργίας SB 7261.8.
3 c. ac. de cosa maltratar, destruir μηδὲ λωβήσασθαι μηδὲν ἢ ἀποκροῦσαι IG 22.13200.12 (II a.C.), 13194.22 (II d.C.)
•en v. pas. κοτυλίσκιον τὸ χεῖλος ἀποκεκρουμένον una tacita con el borde roto, desportillada Ar.Ach.459.
II en v. med.-pas. c. gen. de abstr. ser impedido, fracasar ἀποκρουσθέντες τῆς πείρας Th.8.100, τῆς μηχανῆς ἀπεκρούσθησαν fracasaron en su estratagema Plb.21.28 (ap. crít. p.57).
Greek Monolingual
(AM ἀποκρούω) κρούω
1. απωθώ αυτόν που επιτίθεται εναντίον μου
2. αντικρούω, ανασκευάζω (λόγους, επιχειρήματα)
3. αποδοκιμάζω, δεν δέχομαι
4. αποφεύγω, περιφρονώ (κάποιον)
μσν.-νεοελλ., (-ομαι)
απομακρύνω, εξουδετερώνω
αρχ.-μσν.
εκδιώκω κάποιον από κάπου
αρχ.
(-ομαι)
1. πέφτω κάτω (από άλογο)
2. (για αγγείο) σπάω.