φιλόνεικος: Difference between revisions
(T22) |
(45) |
||
Line 16: | Line 16: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=φιλονεικον ([[φίλος]], and [[νεῖκος]] [[strife]]), [[fond]] of [[strife]], [[contentious]]: [[Pindar]], [[Plato]], [[Polybius]], Josephus, [[Plutarch]], others; in a [[good]] [[sense]], [[emulous]], [[Xenophon]], [[Plato]], [[Plutarch]], others.) | |txtha=φιλονεικον ([[φίλος]], and [[νεῖκος]] [[strife]]), [[fond]] of [[strife]], [[contentious]]: [[Pindar]], [[Plato]], [[Polybius]], Josephus, [[Plutarch]], others; in a [[good]] [[sense]], [[emulous]], [[Xenophon]], [[Plato]], [[Plutarch]], others.) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[φιλόνεικος]], -ον, ΝΜΑ<br />(δ. γρφ.) <b>βλ.</b> [[φιλόνικος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:00, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1282] Streit, Zank liebend, streitsüchtig; Pind. Ol. 6, 19; πρός τι, Plat. Prot. 336 e; wetteifernd, ehrgeizig, καὶ φιλότιμος Rep. IX, 582 e, u. öfter; βίος Lys. 2, 16; Sp., wie Plut. u. Luc. – Adv., φιλονείκως ἔχειν πρός τι, wetteifern, Plat. Gorg. 505 e; rechthaberisch sein, Phaed. 91 a; πρός τινα, Xen. Cyr. 3, 3,57, u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλόνεικος: -ον, (τὸ ὀρθὸν φιλόνικος), ὁ ἀγαπῶν τὰς ἔριδας, φίλερις, μετ’ ἐπιμονῆς καὶ ἰσχυρογνωμοσύνης ἐρίζων, 1) ἐπὶ κακῆς σημασίας, οὔτε δύσηρις ἐὼν οὔτ’ ὦν φ. ἄγαν Πινδ. Ο. 6. 32· φ. ἔστι πρὸς ὃ ἂν ὁρμήσῃ Πλάτ. Πρωτ. 336Ε· φ. καὶ φιλότιμος ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 545Α, 582Ε· ἀλλὰ τὸ φιλόνεικος διαστέλλεται τοῦ φιλότιμος ὡς δηλοῦν χαρακτῆρα ὑποδεέστερον, ἐγένετο [ὁ φιλόνεικος] ὑψηλόφρων καὶ φιλότιμος αὐτόθι 550Β ἐπίπονον καὶ φ. καὶ φιλότιμον… καταστήσας τὸν βίον Λυσί. 192. 8. 2) ἐπὶ καλῆς σημασίας λέγεται ἐπὶ θυμοειδῶν ἵππων, Ξεν. Ἱππ. 9, 8, Πλούτ.· φιλ. πρὸς τὸ μὴ ἐλλείπεσθαι Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 5· ― τὸ φιλόνεικον = φιλονεικία, ἔσωζον τὸ φ. ἐν ταῖς ψυχαῖς ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 7. 5, 64. ― Ἐπίρρ. -κως, μετὰ φιλονεικίας, ἀντιζηλίας, παραθέειν ὁ αὐτ. ἐν Κυν. 6, 16· φ. ἔχειν πρός τινα ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 3. 3, 57., 8. 4, 4· φιλ. ἔχειν πρὸς τὸ εἰδέναι Πλάτ. Γοργ. 505Ε. (Ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις ἀπαντῶσιν ὡσαύτως οἱ τύποι φιλόνικος, -νικέω, -νικία, ἀλλ’, ὡς φαίνεται, χωρὶς νὰ ὑπάρχῃ πρόθεσις ὅπως γίνῃ διάκρισις μεταξὺ τοῦ φιλόνεικος, ὁ ἀγαπῶν τὰς ἔριδας, φίλερις, καὶ φιλόνικος, ὁ ἀγαπῶν τὴν νίκην, φιλόδοξος· διότι ἐν τοῖς ἀρίστοις τῶν Ἀντιγράφων τοῦ Ἰσοκράτους ἀναγινώσκομεν: περὶ τῶν καλλίστων ἐφιλονίκησαν (67Ε), ἀλλά, τὰς θεὰς περὶ τοῦ κάλλους φιλονεικούσας (217C)· μὴ δύσερις ὤν..., μηδὲ πρὸς πάντας φιλόνικος (8D)· τῆς πρὸς ἡμᾶς φιλονικίας (44D), ἀλλά, φιλονεικία ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας (266Α). Ἡ κυριωτάτη μαρτυρία ὑπὲρ τοῦ τύπου φιλόνικος εἶναι ἡ τοῦ Ἀριστ. ἐν Ρητορ. 2. 12, 6, καὶ φιλότιμοι μέν εἰσιν [οἱ νέοι], μᾶλλον δὲ φιλόνικοι· ὑπεροχῆς γὰρ ἐπιθυμεῖ ἡ νεότης· ἡ δὲ νίκη ὑπεροχή τις, πρβλ. 1. 6, 30., 1, 10, 4., 1. 11, 14, Φυσιογν. 5, 9, Πολυδ. Αϳ, 178· τὴν πρὸς ἀλλήλους φιλονικίαν Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκ.) 2561b. 35, ἀλλὰ φιλονεικίαν αὐτόθι 11. Ὁ Cobet ἀποφαίνεται ὅτι φιλόνικος, -νικέω, -νικία εἶναι οἱ μόνοι ὀρθοὶ τύποι, Ν. LL. σ. 691 κἑξ., καὶ ὅτι τὰ νεῖκος, φιλόνεικος εἶναι παραφθοραὶ τοῦ νῖκος (νίκη) φιλόνικος, ὡς συχνάκις ἀπαντῶσι τειμή, φιλότειμος ἐν Ἐπιγραφαῖς καὶ ἐν Ἀντιγράφοις ἀντὶ τιμή, φιλότιμος. Οἱ λόγοι οὗτοι πολλὴν ἔχουσι τὴν πειθώ· ἀλλ’ ὁ Cobet δὲν κατορθοῖ νὰ δείξῃ πῶς τὸ φιλόνεικος μετὰ τῶν παραγώγων κατήντησαν οἱ γενικῶς ἀποδεδεγμένοι τύποι, ἐν ᾧ οἱ τύποι τειμή, φιλότειμος παρέμειναν μόνον ὡς ἐξαίρεσις καὶ μόνον παρὰ μεταγενεστ.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui aime la dispute, querelleur ; τὸ φιλόνεικον XÉN c. φιλονεικία;
Cp. φιλονεικότερος, Sp. φιλονεικότατος.
Étymologie: φίλος, νεῖκος.
English (Slater)
φιλόνεικος, v. φιλόνικος.
English (Strong)
from φίλος and neikos (a quarrel; probably akin to νῖκος); fond of strife, i.e. disputatious: contentious.
English (Thayer)
φιλονεικον (φίλος, and νεῖκος strife), fond of strife, contentious: Pindar, Plato, Polybius, Josephus, Plutarch, others; in a good sense, emulous, Xenophon, Plato, Plutarch, others.)
Greek Monolingual
-η, -ο / φιλόνεικος, -ον, ΝΜΑ
(δ. γρφ.) βλ. φιλόνικος.