καθώς: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went

Source
(T22)
(18)
Line 27: Line 27:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=([[καθώσπερ]]) (Tr [[καθώς]] [[περ]]), [[just]] as, [[exactly]] as: T Tr WH ([[also]] WH marginal [[reading]]). (Himerius, Psellus, Tzetzes)  
|txtha=([[καθώσπερ]]) (Tr [[καθώς]] [[περ]]), [[just]] as, [[exactly]] as: T Tr WH ([[also]] WH marginal [[reading]]). (Himerius, Psellus, Tzetzes)  
}}
{{grml
|mltxt=(AM [[καθώς]])<br />Ι <b>επίρρ.</b> με αυτόν τον τρόπο, με τον τρόπο πού, όπως (α. «[[καθώς]] καθόσουν βέβαια θά 'πεφτες» β. «[[καθώς]] μού είπες έκανα» γ. «ἀγαπᾱτε ἀλλήλους, [[καθώς]] ἠγάπησα ὑμᾱς», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[καθώς]] [[πρέπει]]» — [[ευπρεπής]], [[ευυπόληπτος]]<br />β. «[[καθώς]] και» — όπως [[επίσης]] («τους πλήρωσε όλους, [[καθώς]] και εμένα» || (μσν.-αρχ.) με ποιό τρόπο, πώς («ἐξηγήσατο καθὼς πρῶτον ὁ Θεὸς ἐπεσκέψατο λαβεῑν λαὸν ἐπ' ὀνόματι αὐτοῡ», ΚΔ)<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «ὡς [[καθώς]]» — όπως ακριβώς. || (χρον. σύνδ.) [[κατά]] τον χρόνο που, όταν, [[εκεί]] που (α. «[[καθώς]] καθόμουν και διάβαζα, μπήκε στο [[δωμάτιο]]» β. «καθὼς δὲ ἤγγιζεν ὁ [[χρόνος]] τῆς ἐπαγγελίας», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μόλις]], [[αμέσως]] [[μόλις]] («[[καθώς]] μπαίνεις [[δεξιά]], κάθεται ο [[διευθυντής]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ὡς</i> ([[είτε]] ως [[χρονικός]] σύνδ. [[είτε]] ως επίρρ. [[τροπικό]])].
}}
}}

Revision as of 06:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθώς Medium diacritics: καθώς Low diacritics: καθώς Capitals: ΚΑΘΩΣ
Transliteration A: kathṓs Transliteration B: kathōs Transliteration C: kathos Beta Code: kaqw/s

English (LSJ)

Adv.

   A = καθά, Hdt.9.82 codd., Arist.Pr.891b34, IG5(2).344.20 (Arc., iii B.C.), Wilcken Chr.11 A 53 (ii B. C.), IG22.1030.22 (i B. C.), al.; even as, Ev.Jo.15.12.    2 how, ὑπομιμνῄσκειν κ. . . Aristeas 263, cf. Act.Ap.15.12.    II of Time, as, when, ib.7.17, LXX 2 Ma.1.31, Aristeas 310. (Condemned by Phryn.397, Moer.212.)

German (Pape)

[Seite 1290] unattisch für καθά, vgl. Lob. zu Phryn. p. 426; Arist. mund. 5 u. Sp.; öfter in der Anth.

Greek (Liddell-Scott)

καθώς: Ἐπίρρ. = καθά, Ἡρόδ. 9. 82, κατὰ τὰ Ἀντίγραφα· ἀλλ’ ἡ λέξις φαίνεται τοῦ μεταγεν, Ἑλληνισμοῦ, ὡς Ἀριστ. Προβλ. 10. 10, π. Φυτ. 1. 1, 8, Καιν. Διαθ., κτλ.· οὐδαμοῦ παρ’ Ἀττ. ἀπαντῶσα, Λοβέκ. εἰς Φρύν. 426, Sturz Μακ. Διάλ. 75 κἑξ. 2) τίνι τρόπῳ, πῶς, Συμεὼν ἐξηγήσατο καθὼς πρῶτον ὁ θεὸς ἐπεσκέψατο λαβεῖν ἐξ ἐθνῶν λαὸν ἐπ’ ὀνόματι αὐτοῦ Πράξ. Ἀποστ. ΙΕ΄, 14. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, ὡς, ὅτε, καθὼς δὲ ἤγγιζεν ὁ χρόνος τῆς ἐπαγγελίας αὐτόθι ζ΄, 17, πρβλ. Β΄Μακκ. Λ΄, 31.

French (Bailly abrégé)

conj.
1 selon que, comme;
2 quand, lorsque.
Étymologie: = καθ’ ὡς de κατά, ὡς.

English (Abbott-Smith)

καθώς, (i.e. καθ’ ὡς), Hellenistic for καθά, q.v., καθάπερ, καθό, καθότι (Mayser, 485; Eutherford, NPhr., 495; Bl., §78, 1),
according as, even as, just as, as: Lk 1:2 (v.s. καθά), 24:39, Jo 5:23, Ac 7:48, I Co 8:2, Ga 3:6, al.; seq. οὕτως, Lk 11:30, Jo 3:14, II Co 1:5, Col 3:13, I Jo 2:6, al.; seq. καί, Jo 15:9, I Co 15:49, I Jo 2:18, al.; οὕτως . . . κ., Lk 24:24; id. with ellipsis of οὕτως, Mt 21:6, Mk 16:7, Ro 1:13, al.; with other elliptical constructions, Jo 6:58 17:21, 22 Ac 15:8, I Th 2:13, I Ti 1:3, I Jo 3:2, 3 12; καθὼς γέγραπται (Deiss., BS, 249), Mt 26:24, Mk 9:13, Ro 1:17, al.; introducing subst. clause as object of verb (as in Heb.), Mt 21:6, Mk 11:6,Lk 5:14, al.; after verbs of speaking, Ac 15:14; of proportion and degree, Mk 4:33, I Co 12:11, 18 al.; of time (Ne 5:6, II Mac 1:31), Ac 7:17.

English (Strong)

from κατά and ὡς; just (or inasmuch) as, that: according to, (according, even) as, how, when.

English (Thayer)

(καθώσπερ) (Tr καθώς περ), just as, exactly as: T Tr WH (also WH marginal reading). (Himerius, Psellus, Tzetzes)

Greek Monolingual

(AM καθώς)
Ι επίρρ. με αυτόν τον τρόπο, με τον τρόπο πού, όπως (α. «καθώς καθόσουν βέβαια θά 'πεφτες» β. «καθώς μού είπες έκανα» γ. «ἀγαπᾱτε ἀλλήλους, καθώς ἠγάπησα ὑμᾱς», ΚΔ)
νεοελλ.
φρ. α) «καθώς πρέπει» — ευπρεπής, ευυπόληπτος
β. «καθώς και» — όπως επίσης («τους πλήρωσε όλους, καθώς και εμένα»