ωμός: Difference between revisions

From LSJ

χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → when a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him | when good men are being dragged down, anyone with worthy credentials must feel their pain | when the noble are afflicted, those who all their lives have been deemed loyal must mourn

Source
(47c)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, -ό / [[ὠμός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> (για τρόφιμα) [[αμαγείρευτος]], [[άβραστος]], [[άψητος]] (α. «τρώει ωμά χόρτα» β. «ᾠὰ ὠμὰ καὶ ἑφθὰ», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> (για καρπό) [[άγουρος]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (για πρόσ. ή [[πράξη]]) [[σκληρός]], [[απάνθρωπος]], [[άγριος]] (α. «ωμή [[συμπεριφορά]]» β. «ἀπ' ὠμοῡ δαίμονος», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> (για πηλό, πλίνθους ή αγγεία) ο μη ψημένος σε κάμινο, [[ακαμίνευτος]] (α. «ωμή [[πλίνθος]]» — η [[ωμόπλινθος]]<br />β. «[[κέραμος]] [[ὠμός]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[νωθρός]], [[οκνός]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[ωμός]]<br />ο [[διάβολος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[μήτε]] [[ωμός]] [[μήτε]] [[ψητός]] τρώγεται» — <b>βλ.</b> [[τρώγω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[νερό]]) [[άβραστος]] («ὑδάτων ὠμῶν ἢ ἁλμυρῶν ὑπαρχόντων», Γεωπ.)<br /><b>2.</b> (για [[πίσσα]]) [[ακατέργαστος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[χώμα]]) αυτός που έχει [[ανάγκη]] να εκτεθεί στον ήλιο («ὡς ἡ ὠμὴ αὐτῆς ὀπτᾱται [γῆ]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[τροφή]]) [[άπεπτος]], [[αχώνευτος]]<br /><b>3.</b> [[πρόωρος]], [[πρώιμος]] («ὠμὸν [[γῆρας]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «τούτους, ἤν πως δυνώμεθα, καὶ ὠμοὺς δεῑ καταφαγεῑν» — δηλώνει άγριο [[μίσος]] ή [[απανθρωπιά]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ωμώς]] / <i>ὠμῶς</i>, ΝΜΑ, και <i>ωμά</i> Ν<br /><b>μτφ.</b> σκληρά, απάνθρωπα, βάναυσα (α. «φέρθηκε ωμά» β. «ἐπὶ τῇ... σφαγῇ ὠμῶς ἐν τῷ συμποσίῳ γενομένη», <b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[ὠμός]] ανάγεται στον ΙΕ τ. <i>ō</i><i>mos</i> και αντιστοιχεί ακριβώς με τα: αρμ. <i>hum</i> και αρχ. ινδ. <i>ā</i><i>ma</i>-. Η [[σύνδεση]] του επιθ. με το λατ. <i>am</i><i>ā</i><i>rus</i> δεν φαίνεται πιθανή.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>ὠμότητα</i><br /><b>αρχ.</b><br />[[ὠμάδιος]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>ὠμάζω</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[ωμοβόρος]], [[ωμοφάγος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ὠμαλθής]], [[ὠμόβρωτος]], [[ὠμοδακής]], <i>ὠμόδαμος</i>, [[ὠμόδροπος]], <i>ὠμοθετῶ</i>, [[ὠμόθριξ]], [[ὠμόθυμος]], <i>ὠμοποιῶ</i>, [[ὠμόσιτος]], <i>ὠμότοκος</i>, <i>ὠμοτύραννος</i>, [[ὠμόφρων]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ὠμήλυσις]], [[ὠμηστής]], [[ὠμογέρων]], <i>ὠμότομος</i>, [[ὠμοτριβής]], [[ὠμόϋπνος]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>ὠμόδαιτος</i>, [[ὠμόνους]], [[ὠμόσαρκος]].———————— <b>(II)</b><br />ὁ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> ο [[λιβανωτός]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, -ό / [[ὠμός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> (για τρόφιμα) [[αμαγείρευτος]], [[άβραστος]], [[άψητος]] (α. «τρώει ωμά χόρτα» β. «ᾠὰ ὠμὰ καὶ ἑφθὰ», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> (για καρπό) [[άγουρος]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (για πρόσ. ή [[πράξη]]) [[σκληρός]], [[απάνθρωπος]], [[άγριος]] (α. «ωμή [[συμπεριφορά]]» β. «ἀπ' ὠμοῡ δαίμονος», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> (για πηλό, πλίνθους ή αγγεία) ο μη ψημένος σε κάμινο, [[ακαμίνευτος]] (α. «ωμή [[πλίνθος]]» — η [[ωμόπλινθος]]<br />β. «[[κέραμος]] [[ὠμός]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[νωθρός]], [[οκνός]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[ωμός]]<br />ο [[διάβολος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[μήτε]] [[ωμός]] [[μήτε]] [[ψητός]] τρώγεται» — <b>βλ.</b> [[τρώγω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[νερό]]) [[άβραστος]] («ὑδάτων ὠμῶν ἢ ἁλμυρῶν ὑπαρχόντων», Γεωπ.)<br /><b>2.</b> (για [[πίσσα]]) [[ακατέργαστος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[χώμα]]) αυτός που έχει [[ανάγκη]] να εκτεθεί στον ήλιο («ὡς ἡ ὠμὴ αὐτῆς ὀπτᾱται [γῆ]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[τροφή]]) [[άπεπτος]], [[αχώνευτος]]<br /><b>3.</b> [[πρόωρος]], [[πρώιμος]] («ὠμὸν [[γῆρας]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «τούτους, ἤν πως δυνώμεθα, καὶ ὠμοὺς δεῑ καταφαγεῑν» — δηλώνει άγριο [[μίσος]] ή [[απανθρωπιά]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ωμώς]] / <i>ὠμῶς</i>, ΝΜΑ, και <i>ωμά</i> Ν<br /><b>μτφ.</b> σκληρά, απάνθρωπα, βάναυσα (α. «φέρθηκε ωμά» β. «ἐπὶ τῇ... σφαγῇ ὠμῶς ἐν τῷ συμποσίῳ γενομένη», <b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[ὠμός]] ανάγεται στον ΙΕ τ. <i>ō</i><i>mos</i> και αντιστοιχεί ακριβώς με τα: αρμ. <i>hum</i> και αρχ. ινδ. <i>ā</i><i>ma</i>-. Η [[σύνδεση]] του επιθ. με το λατ. <i>am</i><i>ā</i><i>rus</i> δεν φαίνεται πιθανή.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>ὠμότητα</i><br /><b>αρχ.</b><br />[[ὠμάδιος]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>ὠμάζω</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[ωμοβόρος]], [[ωμοφάγος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ὠμαλθής]], [[ὠμόβρωτος]], [[ὠμοδακής]], <i>ὠμόδαμος</i>, [[ὠμόδροπος]], <i>ὠμοθετῶ</i>, [[ὠμόθριξ]], [[ὠμόθυμος]], <i>ὠμοποιῶ</i>, [[ὠμόσιτος]], <i>ὠμότοκος</i>, <i>ὠμοτύραννος</i>, [[ὠμόφρων]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ὠμήλυσις]], [[ὠμηστής]], [[ὠμογέρων]], <i>ὠμότομος</i>, [[ὠμοτριβής]], [[ὠμόϋπνος]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>ὠμόδαιτος</i>, [[ὠμόνους]], [[ὠμόσαρκος]].<br /><b>(II)</b><br />ὁ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> ο [[λιβανωτός]].
}}
}}

Revision as of 12:30, 10 January 2019

Greek Monolingual

(I)
-ή, -ό / ὠμός, -ή, -όν, ΝΜΑ
1. (για τρόφιμα) αμαγείρευτος, άβραστος, άψητος (α. «τρώει ωμά χόρτα» β. «ᾠὰ ὠμὰ καὶ ἑφθὰ», Θεόφρ.)
2. (για καρπό) άγουρος
3. μτφ. (για πρόσ. ή πράξη) σκληρός, απάνθρωπος, άγριος (α. «ωμή συμπεριφορά» β. «ἀπ' ὠμοῡ δαίμονος», Σοφ.)
4. (για πηλό, πλίνθους ή αγγεία) ο μη ψημένος σε κάμινο, ακαμίνευτος (α. «ωμή πλίνθος» — η ωμόπλινθος
β. «κέραμος ὠμός», Αριστοτ.)
νεοελλ.
1. νωθρός, οκνός
2. το αρσ. ως ουσ. ο ωμός
ο διάβολος
3. φρ. «μήτε ωμός μήτε ψητός τρώγεται» — βλ. τρώγω
μσν.-αρχ.
1. (για νερό) άβραστος («ὑδάτων ὠμῶν ἢ ἁλμυρῶν ὑπαρχόντων», Γεωπ.)
2. (για πίσσα) ακατέργαστος
αρχ.
1. (για χώμα) αυτός που έχει ανάγκη να εκτεθεί στον ήλιο («ὡς ἡ ὠμὴ αὐτῆς ὀπτᾱται [γῆ]», Ξεν.)
2. (για τροφή) άπεπτος, αχώνευτος
3. πρόωρος, πρώιμος («ὠμὸν γῆρας», Ομ. Οδ.)
4. παροιμ. φρ. «τούτους, ἤν πως δυνώμεθα, καὶ ὠμοὺς δεῑ καταφαγεῑν» — δηλώνει άγριο μίσος ή απανθρωπιά.
επίρρ...
ωμώς / ὠμῶς, ΝΜΑ, και ωμά Ν
μτφ. σκληρά, απάνθρωπα, βάναυσα (α. «φέρθηκε ωμά» β. «ἐπὶ τῇ... σφαγῇ ὠμῶς ἐν τῷ συμποσίῳ γενομένη», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. ὠμός ανάγεται στον ΙΕ τ. ōmos και αντιστοιχεί ακριβώς με τα: αρμ. hum και αρχ. ινδ. āma-. Η σύνδεση του επιθ. με το λατ. amārus δεν φαίνεται πιθανή.
ΠΑΡ. ὠμότητα
αρχ.
ὠμάδιος
μσν.
ὠμάζω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) ωμοβόρος, ωμοφάγος
αρχ.
ὠμαλθής, ὠμόβρωτος, ὠμοδακής, ὠμόδαμος, ὠμόδροπος, ὠμοθετῶ, ὠμόθριξ, ὠμόθυμος, ὠμοποιῶ, ὠμόσιτος, ὠμότοκος, ὠμοτύραννος, ὠμόφρων
αρχ.-μσν.
ὠμήλυσις, ὠμηστής, ὠμογέρων, ὠμότομος, ὠμοτριβής, ὠμόϋπνος
μσν.
ὠμόδαιτος, ὠμόνους, ὠμόσαρκος.
(II)
ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) ο λιβανωτός.