ἀμέλει: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
(Bailly1_1)
(3)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>impér. de</i> [[ἀμελέω]];<br /><b>1</b> sois sans inquiétude, sois tranquille;<br /><b>2</b> <i>empl. adv.</i> certes, assurément, sans doute.
|btext=<i>impér. de</i> [[ἀμελέω]];<br /><b>1</b> sois sans inquiétude, sois tranquille;<br /><b>2</b> <i>empl. adv.</i> certes, assurément, sans doute.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀμέλει]] (προστ. του ἀμελῶ) (AM)<br /><b>μσν.</b><br />(ως επίρρ. για να δηλώσει [[έμφαση]]) πραγματικά, στην [[πραγματικότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μη σέ [[μέλει]], μη σέ [[νοιάζει]], να είσαι [[ήσυχος]] (ειδικά στην [[αρχή]] απαντήσεως)<br /><b>2.</b> (<b>ως επίρρ.</b>) ([[συχνά]] και ειρωνικά) αναμφίβολα, βέβαια, [[φυσικά]], [[οπωσδήποτε]], [[πράγματι]].
}}
}}

Revision as of 06:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμέλει Medium diacritics: ἀμέλει Low diacritics: αμέλει Capitals: ΑΜΕΛΕΙ
Transliteration A: amélei Transliteration B: amelei Transliteration C: amelei Beta Code: a)me/lei

English (LSJ)

properly imper. of ἀμελέω (cf.

   A ἀμέλησον Luc.DMort.5.2), never mind, do not trouble yourself, esp. to begin an answer, Ar.Nu. 877, Lib.Decl.20.18:—hence,    II as Adv., doubtless, by all means, of course, Ar.Ach.368, Nu.488, al., Pl.Phd.82a, al., X.Mem.1.4.7, Men.Sam.8; freq. ironically, as Ar.Ra.532; freq. in Thphr.Char. to introduce a subject, 13.1, al., or a further point, 2.9, al.    2 for instance, Thphr.Char.6.3, Luc.DDeor.25.1, etc.    3 at any rate, Luc. Nigr.26, Gp.10.2.3.    4 and indeed, Phld.Ir.p.16 W., Str.1.2.34, D.H.Rh.2.2, J.AJ7.4.1; and so, Polyaen.2.22.3, 7.6.4.    5 actually, to give emphasis, Agath.2.3, al.

German (Pape)

[Seite 121] eigtl. imperat. von ἀμελέω, sei unbesorgt, Ar. Ach. 367; dah. allerdings, gewiß, Ar. Nub. 488 Eur. Ion 439; ἀμ. κλαύσεται Eupol. bei Schol. Ar. Vesp. 1263; Plat. Phaed. 82 a u. sonst; Xen. Mam. 1, 4, 7; bes. in Antworten, Nicostr. Ath. XI, 474 b; Philipp. ib. VI, 230 b; Xen. Cyr. 5, 2, 13; oft verb. mit ὥςπερ; auch ironisch, Ar. Ran. 533.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμέλει: κυρίως προστακτ. τοῦ ἀμελέω· (πρβλ. ἀμέλησον Λουκ. Νεκρ. Δ. 5. 2), = μή σε μέλει, δὲν πειράζει· ἰδίως ἐν ἀρχῇ ἐρωτήσεως, Ἀριστοφ. Νεφ. 877, Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 7: - ὅθεν ΙΙ. ὡς ἐπίρρ. = ἀναμφιβόλως, βεβαίως, χωρὶς ἄλλο, μάλιστα, Ἀριστοφ. Ἀχ. 368, Νεφ. 488 καὶ ἀλλ., Πλάτ. Φαίδων 82Α καὶ ἄλλ.: συχνάκις εἰρωνικῶς, ὡς ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. 532. Ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει: «ἀμέλει· διό· ἁπλῶς [[[καλῶς]]]· οὕτως οὖν, τοιγαροῦν».

French (Bailly abrégé)

impér. de ἀμελέω;
1 sois sans inquiétude, sois tranquille;
2 empl. adv. certes, assurément, sans doute.

Greek Monolingual

ἀμέλει (προστ. του ἀμελῶ) (AM)
μσν.
(ως επίρρ. για να δηλώσει έμφαση) πραγματικά, στην πραγματικότητα
αρχ.
1. μη σέ μέλει, μη σέ νοιάζει, να είσαι ήσυχος (ειδικά στην αρχή απαντήσεως)
2. (ως επίρρ.) (συχνά και ειρωνικά) αναμφίβολα, βέβαια, φυσικά, οπωσδήποτε, πράγματι.