ἐνιφέρβομαι: Difference between revisions
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
(big3_15) |
(12) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(ἐνῐφέρβομαι) [[apacentarse]] ταῦρος ... σταθμοῖς ἐνιφέρβεται Mosch.2.80. | |dgtxt=(ἐνῐφέρβομαι) [[apacentarse]] ταῦρος ... σταθμοῖς ἐνιφέρβεται Mosch.2.80. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐνιφέρβομαι]] (Α)<br />επικ. τ. του [[εμφέρβομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:09, 29 September 2017
English (LSJ)
ἐνιππ-φύρω, Ep. for ἐμφ-
German (Pape)
[Seite 846] u. ä., = ἐντρέφω, p.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνιφέρβομαι: ἐνιφύρω, Ἐπικ. ἀντὶ ἐμφέρβομαι, ἐμφύρω.
French (Bailly abrégé)
paître ou se repaître dans.
Étymologie: ἐν, φέρβω.
Spanish (DGE)
(ἐνῐφέρβομαι) apacentarse ταῦρος ... σταθμοῖς ἐνιφέρβεται Mosch.2.80.
Greek Monolingual
ἐνιφέρβομαι (Α)
επικ. τ. του εμφέρβομαι.