Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐφοπλίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ἀλλ’ ἐσθ’ ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → But death is the ultimate healer of ills

Sophocles, Fragment 698
(Autenrieth)
(15)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=fut. -οπλίσσουσι, aor. ἐφόπλι(ς)σα, [[mid]]. aor. subj. ἐφοπλισόμεσθα: [[equip]], [[get]] [[ready]], [[mid]]., [[for]] [[oneself]], [[νῆα]], ἄμαξαν, δαῖτα, δόρπα, Od. 2.295, Od. 6.37, Θ , Il. 9.66.
|auten=fut. -οπλίσσουσι, aor. ἐφόπλι(ς)σα, [[mid]]. aor. subj. ἐφοπλισόμεσθα: [[equip]], [[get]] [[ready]], [[mid]]., [[for]] [[oneself]], [[νῆα]], ἄμαξαν, δαῖτα, δόρπα, Od. 2.295, Od. 6.37, Θ , Il. 9.66.
}}
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[ἐφοπλίζω]])<br />[[εξοπλίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ετοιμάζω]], [[αρματώνω]] [[πλοίο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ετοιμάζω]], [[παρασκευάζω]] [[κάτι]], [[εφοδιάζω]] με τα απαραίτητα<br /><b>2.</b> [[εφοδιάζω]] με όπλα, [[εξοπλίζω]] κάποιον [[εναντίον]] άλλου<br /><b>3.</b> α) (μέσ. και παθ.) <i>εφοπλίζομαι</i><br />οπλίζομαι<br />β) <b>μέσ.</b> ετοιμάζομαι για [[επίθεση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ὁπλίζω]] (<span style="color: red;"><</span> [[ὅπλον]])].
}}
}}

Revision as of 07:15, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφοπλίζω Medium diacritics: ἐφοπλίζω Low diacritics: εφοπλίζω Capitals: ΕΦΟΠΛΙΖΩ
Transliteration A: ephoplízō Transliteration B: ephoplizō Transliteration C: efoplizo Beta Code: e)fopli/zw

English (LSJ)

   A get ready, of meals, δόρπον, δεῖπνον ἐ., Il.23.55, Od.19.419; δαῖτα γέρουσιν ἐφοπλίζωμεν Il.4.344:—Med., δόρπα τ' ἐφοπλισόμεσθα we will get ready our suppers, 8.503, 9.66.    2 fit out, equip, make ready, ἡμιόνους καὶ ἄμαξαν ἐφοπλίσαι Od.6.37, cf. 57, 69, Il.24.263; [νῆα] ἐφοπλίσσαντες Od.2.295: c. inf., A.R.4.1720.    3 arm against, τινά τινι Opp.C.3.244:—Med., Ἔρων ὔμμιν ἐφοπλίσομαι AP9.39 (Music.), cf. APl.4.151.9.    II Med. in prop. sense, arm oneself, ἐς ἀγῶνα Opp.H.5.617; get ready to attack, λαγωοῖς Id.C. 3.86.

German (Pape)

[Seite 1122] ausrüsten, in Stand setzen; δόρπον ἐφοπλίσσαντες Il. 23, 55; δεῖπνον ἐφοπλίσσαι Od. 19, 419; sp. D., wie Ap. Rh. 2, 157; auch med., δόρπα τ' ἐφοπλισσόμεσθα Il. 9, 66; ἐφοπλίζηαι ἐδωδήν Nic. Ath. III, 126 b; ἅμαξαν ἐφοπλίσσαιτε, anschirren, Il. 24, 263; sp. D.; vom Schiffe, Od. 2, 295; νῆας Mens. Rom. (IX, 384); ὅσσα τε νηῒ ἐφοπλίσσασθαι ἔοικε Ap. Rh. 1, 332; – gegen Einen bewaffnen, τινά τινι, Opp. Cyn. 3, 244 u. a. Sp.; im med. sich gegen Einen rüsten, ihn angreifen, τινί, Opp. Cyn. 2, 673. 3, 86; auch τὸν Ἔρων ὔμμιν ἐφοπλίσομαι, = act., Plat. Ep. 30 (IX, 39).

Greek (Liddell-Scott)

ἐφοπλίζω: παρασκευάζω, ἑτοιμάζω, ἐσσυμένως ἄρα δόρπον ἐφοπλίσσαντες ἕκαστοι δαίνυντ’ Ἰλ. Ψ. 55· Αὐτόλυκος δ’ υἱοῖσιν ἐκέκλετο… δεῖπνον ἐφοπλίσσαι Ὀδ. Τ. 419· δαῖτα γέρουσιν ἐφοπλίζωμεν Ἰλ. Δ. 344· οὕτως ἐν τῷ Μέσῳ, δόρπα τ’ ἐφοπλισόμεσθα Ἰλ. Θ. 503, Ι. 66· ὡσαύτως, ἡμιόνους καὶ ἅμαξαν ἐφοπλίσαι Ὀδ. Ζ. 37, πρβλ. 57, 69, Ἰλ. Ω 263· νῆα ἐφοπλίσσαντες Ὀδ. Β. 295· μετ’ ἀπαρ., Ἀπόλλ. Ρόδ. Δ. 1720 2) ὡς καὶ νῦν, ὁπλίζω τινὰ ἐναντίον τινός, τινὰ τινι Ὀππ. Κυν. 3. 244· οὕτω καὶ ἐν τῷ Μέσῳ, Ἔρων ὔμμιν ἐφοπλίσομαι Ἀνθ. Π. 9. 39, πρβλ. Πλαν. 151. ΙΙ. Μέσον ἐν τῇ κυρίᾳ αὐτοῦ σημασία, ὁπλίζω ἐμαυτόν, εἰς ἀγῶνα Ὀππ. Ἁλ. 5. 617: - ἑτοιμάζομαι πρὸς ἐπίθεσιν, λαγωοῖς ὁ αὐτ. ἐν Κυν. 3. 86.

French (Bailly abrégé)

ao. épq. sbj. 3ᵉ pl. ἐφοπλίσσωσι, opt. 2ᵉ sg. ἐφοπλίσσειας, part. pl. ἐφοπλίσσαντες;
apprêter, préparer, acc.;
Moy. ἐφοπλίζομαι préparer pour soi, acc..
Étymologie: ἐπί, ὁπλίζω.

English (Autenrieth)

fut. -οπλίσσουσι, aor. ἐφόπλι(ς)σα, mid. aor. subj. ἐφοπλισόμεσθα: equip, get ready, mid., for oneself, νῆα, ἄμαξαν, δαῖτα, δόρπα, Od. 2.295, Od. 6.37, Θ , Il. 9.66.

Greek Monolingual

(ΑΜ ἐφοπλίζω)
εξοπλίζω
νεοελλ.
ετοιμάζω, αρματώνω πλοίο
αρχ.
1. ετοιμάζω, παρασκευάζω κάτι, εφοδιάζω με τα απαραίτητα
2. εφοδιάζω με όπλα, εξοπλίζω κάποιον εναντίον άλλου
3. α) (μέσ. και παθ.) εφοπλίζομαι
οπλίζομαι
β) μέσ. ετοιμάζομαι για επίθεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὁπλίζω (< ὅπλον)].