θεωρητικός: Difference between revisions
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
(Bailly1_3) |
(17) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />qui a l’habitude de contempler, contemplatif, spéculatif.<br />'''Étymologie:''' [[θεωρητός]]. | |btext=ή, όν :<br />qui a l’habitude de contempler, contemplatif, spéculatif.<br />'''Étymologie:''' [[θεωρητός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[θεωρητικός]], -ή, -όν) [[θεωρητής]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[θεωρία]], αυτός που εξετάζει ή ερευνάται με την αφηρημένη [[σκέψη]] («θεωρητικές επιστήμες»)<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που ασχολείται με την [[έρευνα]] και τη [[γνώση]] της ουσίας τών όντων [[χωρίς]] να επιδιώκει πρακτικό σκοπό («[[θεωρητικός]] [[φιλόσοφος]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[άσχετος]] ή [[αντίθετος]] [[προς]] την [[πραγματικότητα]] («θεωρητικά κέρδη»)<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που έχει «[[θεωρία]]», ωραία εξωτερική [[εμφάνιση]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[θεωρητικός]]<br />α) [[άτομο]] που κατέχει καλά και αναπτύσσει μια φιλοσοφική ή επιστημονική [[θεωρία]]<br />β) [[άτομο]] που μελετά τη [[θεωρία]], τις ιδέες και τις έννοιες του τομέα με τον οποίο ασχολείται, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον πρακτικό, δηλ. εκείνον που ασχολείται με την [[εφαρμογή]] τους<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «θεωρητική αριθμητική» — ο [[κλάδος]] της αριθμητικής που ασχολείται με τις ιδιότητες τών αριθμών και όχι με τις πράξεις της αριθμητικής<br /><b>μσν.</b><br />(η δοτ. θηλ. ως επίρρ.) <i>θεωρητικῇ</i><br />σύμφωνα με τα καθιερωμένα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που γίνεται με [[περισυλλογή]] ή [[ενόραση]]<br /><b>2.</b> [[πνευματικός]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον σωματικό<br /><b>3.</b> [[αλληγορικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ικανός]] στη [[θεωρία]]<br /><b>2.</b> [[θεωρικός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:17, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A able to perceive, τοῦ περὶ τὰ σώματα κάλλους Arist.Pol.1338b1; μὴ πάντων θ. ἀλλὰ ἐνίων Phld.Rh.2.108S.; τῆς ἀφροσύνης S.E.M.11.256. 2 of the mind, contemplative, speculative, ὁ περὶ τὴν . . οὐσίαν θ. Arist.Metaph.1005a35; ὁ περὶ φύσεως θ. Id.PA641a29: c. gen., μαντικὴ ἐπιστήμη θ. τοῦ . . μέλλοντος Pl.Def.414b; ἐπιστήμη θ., διάνοια, opp. πρακτική, ποιητική, Arist. Metaph.1064a17, 1025b25; νοῦς Id.de An.415a11; θ. βίος a contemplative or speculative life (opp. ἀπολαυστικός, πολιτικός), Id.EN1095b19, cf. Plu.Cic.3; θ. φιλόσοφος Id.Per.16: Comp. -ώτερος Herm.in Phdr.p.59A. Adv. -κῶς Epicur. Nat.28.7, Poll.4.8, Iamb.Comm.Math.20. II = θεωρικός, Cod.Just. 10.56.1.1.
German (Pape)
[Seite 1205] beschauend, betrachtend, bes. geistig, wie ἐπιστήμη θεωρητικὴ τῆς τῶν ὄντων αἰτίας Plat. Defin. 414 b; ὁ περὶ φύσεως θ., Naturforscher, Arist. part. an. 1, 1; βίος θεωρ., ein beschauliches, mit geistigen Betrachtungen sich beschäftigendes Leben, im Ggstze zum praktischen, Arist. Eth. 1, 5, 2; Plut. Cic. 3 u. sonst. – Adv., Poll. 4, 8.
Greek (Liddell-Scott)
θεωρητικός: -ή, -όν, ἀγαπῶν τὴν θεωρίαν, τοῦ περὶ τὰ σώματα κάλλους Ἀριστ. Πολιτ. 8. 3, 12. 2) ἐπὶ τῆς διανοίας, θεωρητικός, ἔχων τάσιν πρὸς τὰς σκέψεις, τὴν θεωρίαν, ὁ περὶ τὴν... οὐσίαν θ. ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 3. 3, 4˙ ὁ περὶ τῆς φύσεως θ. ὁ αὐτ. π. Μορ. Ζ. 1. 1, 30˙ μετὰ γεν., ἐπιστήμη θ. τοῦ ὄντος Πλάτ. Ὅροι 414B ἐπιστήμη θ., ἀντίθετον τῷ πρακτική, ποιητική. Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 5. 1, 5, κ. ἀλλ.˙ φιλοσοφία θ. αὐτόθι Α ἔλαττον 1, 5˙ διάνοια, νοῦς αὐτόθι κλ.˙ θ. βίος, βίος θεωρίας, πλήρης θεωριῶν (ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν πρακτικὸν βίον), ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Ν. 1. 5, 2, πρβλ. 10. 7, 1 κἑξ.˙ θ. φιλόσοφος Πλούτ. ἐν Περ. 16, κτλ. - Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Δ΄, 8.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui a l’habitude de contempler, contemplatif, spéculatif.
Étymologie: θεωρητός.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ θεωρητικός, -ή, -όν) θεωρητής
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θεωρία, αυτός που εξετάζει ή ερευνάται με την αφηρημένη σκέψη («θεωρητικές επιστήμες»)
2. εκείνος που ασχολείται με την έρευνα και τη γνώση της ουσίας τών όντων χωρίς να επιδιώκει πρακτικό σκοπό («θεωρητικός φιλόσοφος»)
νεοελλ.
1. ο άσχετος ή αντίθετος προς την πραγματικότητα («θεωρητικά κέρδη»)
2. εκείνος που έχει «θεωρία», ωραία εξωτερική εμφάνιση
3. το αρσ. ως ουσ. ο θεωρητικός
α) άτομο που κατέχει καλά και αναπτύσσει μια φιλοσοφική ή επιστημονική θεωρία
β) άτομο που μελετά τη θεωρία, τις ιδέες και τις έννοιες του τομέα με τον οποίο ασχολείται, σε αντιδιαστολή προς τον πρακτικό, δηλ. εκείνον που ασχολείται με την εφαρμογή τους
4. φρ. «θεωρητική αριθμητική» — ο κλάδος της αριθμητικής που ασχολείται με τις ιδιότητες τών αριθμών και όχι με τις πράξεις της αριθμητικής
μσν.
(η δοτ. θηλ. ως επίρρ.) θεωρητικῇ
σύμφωνα με τα καθιερωμένα
μσν.-αρχ.
1. εκείνος που γίνεται με περισυλλογή ή ενόραση
2. πνευματικός, σε αντιδιαστολή προς τον σωματικό
3. αλληγορικός
αρχ.
1. ικανός στη θεωρία
2. θεωρικός.