κλῶνος: Difference between revisions
Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → Silentium anteferendum est vaniloquentiae → Das Schweigen übertrifft vergebliches Geschwätz
(7) |
(20) |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=klw=nos | |Beta Code=klw=nos | ||
|Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">ramus</b>, Gloss.</span> | |Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">ramus</b>, Gloss.</span> | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ (AM [[κλών]], -ωνός, Μ και [[κλώνος]])<br />[[κλάδος]], [[κλωνάρι]] («[[οὔπω]] χοάς ποτ' οὐδὲ κλῶνα μυρσίνης», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βιολ.</b> [[πληθυσμός]] γενετικά ταυτόσημων πολυκύτταρων ή μονοκύτταρων οργανισμών που προήλθε αρχικά από ένα μόνο [[άτομο]] με αγενείς μεθόδους πολλαπλασιασμού<br /><b>μσν.</b><br />[[κλωστή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[κλών]] <span style="color: red;"><</span> <i>κλάων</i> <span style="color: red;"><</span> [[κλάω]] / -<i>ῶ</i> «[[σπάζω]]». Ο τ. <i>κλῶ</i>-<i>νος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κλωνί]], υποκορ. του [[κλών]], [[κατά]] το [[σχήμα]] [[ταυρί]]: [[ταῦρος]], [[καπρί]]: [[κάπρος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κλωνάρι]](<i>ον</i>), [[κλωνί]](<i>ον</i>), [[κλωνίσκος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κλωνίζω]], [[κλωνίτης]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κλώναξ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κλωνίδιον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.-μσν.</b> [[κλωνοκοπώ]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>κλωνοφορώ</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κλωνανθής]], [[κλωνοβλάστημα]], [[κλωνόγυρτος]], [[κλωνοειδής]]. (Β συνθετικό) α) -[[κλων]]: <b>αρχ.</b> <i>άκλων</i>, <i>μονόκλων</i>. β) -κλωνος: [[μονόκλωνος]], [[πολύκλωνος]], [[τρίκλωνος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εύκλωνος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[άκλωνος]], <i>γυρτόκλωνος</i>, [[δίκλωνος]], [[εξάκλωνος]], [[μυριόκλωνος]], [[τετράκλωνος]], [[υψίκλωνος]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:24, 29 September 2017
English (LSJ)
A ramus, Gloss.
Greek Monolingual
ὁ (AM κλών, -ωνός, Μ και κλώνος)
κλάδος, κλωνάρι («οὔπω χοάς ποτ' οὐδὲ κλῶνα μυρσίνης», Ευρ.)
νεοελλ.
βιολ. πληθυσμός γενετικά ταυτόσημων πολυκύτταρων ή μονοκύτταρων οργανισμών που προήλθε αρχικά από ένα μόνο άτομο με αγενείς μεθόδους πολλαπλασιασμού
μσν.
κλωστή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κλών < κλάων < κλάω / -ῶ «σπάζω». Ο τ. κλῶ-νος < κλωνί, υποκορ. του κλών, κατά το σχήμα ταυρί: ταῦρος, καπρί: κάπρος.
ΠΑΡ. κλωνάρι(ον), κλωνί(ον), κλωνίσκος
αρχ.
κλωνίζω, κλωνίτης
αρχ.-μσν.
κλώναξ
μσν.
κλωνίδιον.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ.-μσν. κλωνοκοπώ
μσν.
κλωνοφορώ
νεοελλ.
κλωνανθής, κλωνοβλάστημα, κλωνόγυρτος, κλωνοειδής. (Β συνθετικό) α) -κλων: αρχ. άκλων, μονόκλων. β) -κλωνος: μονόκλωνος, πολύκλωνος, τρίκλωνος
αρχ.
εύκλωνος
νεοελλ.
άκλωνος, γυρτόκλωνος, δίκλωνος, εξάκλωνος, μυριόκλωνος, τετράκλωνος, υψίκλωνος].