κοπάζω: Difference between revisions

From LSJ

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source
(T22)
(21)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=1st aorist ἐκόπασα; ([[κόπος]]); [[properly]], to [[grow]] [[weary]] or [[tired]]; [[hence]] to [[cease]] from [[violence]], [[cease]] [[raging]]: ὁ [[ἄνεμος]] ([[Herodotus]] 7,191), [[Philo]], somn. 2:35).)  
|txtha=1st aorist ἐκόπασα; ([[κόπος]]); [[properly]], to [[grow]] [[weary]] or [[tired]]; [[hence]] to [[cease]] from [[violence]], [[cease]] [[raging]]: ὁ [[ἄνεμος]] ([[Herodotus]] 7,191), [[Philo]], somn. 2:35).)  
}}
{{grml
|mltxt=(ΑM [[κοπάζω]]) [[κόπος]]<br />[[καταπαύω]], [[λιγοστεύω]], [[ησυχάζω]], [[εξασθενώ]], [[ξεθυμαίνω]] (α. «κόπασε λίγο ο [[αέρας]] και [[έτσι]] μπορούμε να κολυμπήσουμε» β. «κόπασε ο [[θυμός]] του και μπορούμε πια να συζητήσουμε» γ. «κόπασε η [[πυρκαγιά]]» δ. «καὶ ἡ γῆ ἐκόπασε τοῡ πολέμου», ΠΔ<br />ε. «καὶ ηὔξατο Μωϋσῆς πρὸς Κύριον καὶ ἐκόπασε τὸ πῡρ», ΠΔ<br />στ. «κοπάσαντος τοῡ καύματος», Λογγ.).
}}
}}

Revision as of 07:25, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοπάζω Medium diacritics: κοπάζω Low diacritics: κοπάζω Capitals: ΚΟΠΑΖΩ
Transliteration A: kopázō Transliteration B: kopazō Transliteration C: kopazo Beta Code: kopa/zw

English (LSJ)

aor. ἐκόπασα (v. infr.): pf.

   A κεκόπακα Hsch.:—grow weary, τοῦ πολέμου LXX Jo.14.15; τοῦ θυμοῦ ib.Es.2.1; of an abnormal pulsation, abate, Hp.Epid.7.2; esp. of natural phenomena, ἐκόπασε (sc. ὁ ἄνεμος) Hdt.7.191, cf. Ev.Matt.14.32; ὅταν ἡ λίμνη κοπάσῃ Arist.Pr.935a18; ἐκόπασε τὸ πῦρ LXX Nu.11.2; of heat, Longus 1.8.

German (Pape)

[Seite 1482] müde werden u. dah. nachlassen, sich legen; ἄνεμος ἐκόπασε Her. 7, 191; vom Wasser eines Sees, fallen, Arist. probl. 23, 34; κοπάσαντος τοῦ καύματος, als sich die Sonnenhitze gelegt hatte, Long. 1, 8; öfter bei Sp., wie N. T.

Greek (Liddell-Scott)

κοπάζω: μέλλ. -άσω: πρκμ. κεκόπακα Ἡσύχ.· ― κοπιῶ, ἀποκάμνω· ἐπὶ τοῦ ἀνέμου, καταπίπτω, ἐλαττοῦμαι, ἐκόπασε (δηλ. ὁ ἄνεμος) Ἡρόδ. 7. 191, πρβλ. Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιδ΄, 32· οὕτως ἐπὶ πλημμύρας, Ἀριστ. Προβλ. 23. 34· ἐπὶ θερμότητος, Λόγγος 1. 8· ἐκόπασε τὸ πῦρ Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΙΑ΄, 2)· ὡσαύτως, ἐπὶ ἀσθενοῦς, ἀναπαύομαι, Ἱππ. 1207D· καὶ ἐκόπασεν ὁ βασιλεὺς τοῦ θυμοῦ, ἐπέρασεν ὁ θυμός του, Ἑβδ. (Ἐσθὴρ Β΄, 1).

French (Bailly abrégé)

être fatigué ; se relâcher, se reposer, se calmer, cesser.
Étymologie: κόπος.

English (Strong)

from κόπος; to tire, i.e. (figuratively) to relax: cease.

English (Thayer)

1st aorist ἐκόπασα; (κόπος); properly, to grow weary or tired; hence to cease from violence, cease raging: ὁ ἄνεμος (Herodotus 7,191), Philo, somn. 2:35).)

Greek Monolingual

(ΑM κοπάζω) κόπος
καταπαύω, λιγοστεύω, ησυχάζω, εξασθενώ, ξεθυμαίνω (α. «κόπασε λίγο ο αέρας και έτσι μπορούμε να κολυμπήσουμε» β. «κόπασε ο θυμός του και μπορούμε πια να συζητήσουμε» γ. «κόπασε η πυρκαγιά» δ. «καὶ ἡ γῆ ἐκόπασε τοῡ πολέμου», ΠΔ
ε. «καὶ ηὔξατο Μωϋσῆς πρὸς Κύριον καὶ ἐκόπασε τὸ πῡρ», ΠΔ
στ. «κοπάσαντος τοῡ καύματος», Λογγ.).