περικάμπτω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ πλῆθος οὐκ εὐαρίθμητον ἦν → the crowd wasn't easy to count, the crowd was not small, it was not a small crowd

Source
(Bailly1_4)
(32)
Line 7: Line 7:
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>1</b> <i>tr.</i> courber autour : τὴν χεῖρα τοῖς βλεφάροις LUC courber la main autour des paupières;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> faire tourner (des chevaux, un navire, <i>etc.</i>) autour ; tourner autour de : πόλιν PLUT faire le tour d’une ville.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[κάμπτω]].
|btext=<b>1</b> <i>tr.</i> courber autour : τὴν χεῖρα τοῖς βλεφάροις LUC courber la main autour des paupières;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> faire tourner (des chevaux, un navire, <i>etc.</i>) autour ; tourner autour de : πόλιν PLUT faire le tour d’une ville.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[κάμπτω]].
}}
{{grml
|mltxt=ΝΑ<br /><b>1.</b> [[κάμπτω]], [[λυγίζω]] [[κάτι]] [[ολόγυρα]], [[κάνω]] [[κάτι]] κυρτό [[γύρω]] [[γύρω]]<br /><b>2.</b> [[προσπερνώ]], [[παρακάμπτω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διαγράφω]] πλήρη [[καμπή]]<br /><b>2.</b> [[λυγίζω]] [[κάτι]] [[γύρω]] ή [[πάνω]] από [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>3.</b> [[κάνω]] [[στροφή]] και κατευθύνομαι [[κάπου]]<br /><b>4.</b> [[προχωρώ]], [[βαδίζω]] [[έτσι]] ώστε να αποφύγω [[κάτι]]<br /><b>5.</b> (για [[άρμα]], [[άλογο]]) περιφέρομαι, [[τρέχω]] [[ολόγυρα]]<br /><b>6.</b> [[παρέρχομαι]], [[αποφεύγω]].
}}
}}

Revision as of 12:16, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 578] umbiegen, um Etwas herum, τὴν χεῖρα τοῖς βλεφάροις περικάμψας, Luc. Philopatr. 19. Auch intrans., περικάμψαντες πάλιν, zurückgekehrt, Plat. Euthyd. 291 b.

Greek (Liddell-Scott)

περικάμπτω: κάμπτω πέριξ, ὁλόγυρα, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 794· τὴν χεῖρα τοῖς βλεφάροις περικάμψας ἐσκοπίαζον ὀξυδερκέστατα Ψευδο-Λουκ. Φιλόστρ. 19. ΙΙ. κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμεταβ., ἐλαύνω ὁλόγυρα (ἐξυπ. ἅρμα ἢ ἵππους), Πλάτ. Εὐθύδ. 291Β· μετ’ αἰτ. τόπου, π. τοὺς ὄζους Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 35· π. τὴν πόλιν, τὸν Ἄθων Πλούτ. 2. 246Β, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 15· -ἀπολ., κάμψας διευθύνομαι, στρέφομαι, ἐπὶ τοὺς λιμένας Ἀππ. Καρχηδ. 95. 2) περιέρχομαι οὕτως ὥστε νὰ ἀποφύγω ἢ διαφύγω τι, τὴν τῶν κυάμων χώραν Διογ. Λ. 8. 40· ὁμιλίας Διόδ. 5. 59 (κοινῶς παρέκαμπτε) κακοπάθειαν οὐδεμίαν Συλλ. Ἐπιρρ. (Προσθῆκ.) 2374e. 24· ὀσμὰς Γαλην., κτλ.

French (Bailly abrégé)

1 tr. courber autour : τὴν χεῖρα τοῖς βλεφάροις LUC courber la main autour des paupières;
2 intr. faire tourner (des chevaux, un navire, etc.) autour ; tourner autour de : πόλιν PLUT faire le tour d’une ville.
Étymologie: περί, κάμπτω.

Greek Monolingual

ΝΑ
1. κάμπτω, λυγίζω κάτι ολόγυρα, κάνω κάτι κυρτό γύρω γύρω
2. προσπερνώ, παρακάμπτω
αρχ.
1. διαγράφω πλήρη καμπή
2. λυγίζω κάτι γύρω ή πάνω από κάτι άλλο
3. κάνω στροφή και κατευθύνομαι κάπου
4. προχωρώ, βαδίζω έτσι ώστε να αποφύγω κάτι
5. (για άρμα, άλογο) περιφέρομαι, τρέχω ολόγυρα
6. παρέρχομαι, αποφεύγω.