προσαναβαίνω: Difference between revisions
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
(T22) |
(34) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=2nd aorist [[imperative]] 2nd [[person]] [[singular]] προσανάβηθι; to go up [[farther]]: [[with]] ἀνώτερον added, A. V. go up [[higher]]; others [[regard]] the προς(as adding the [[suggestion]] of '[[motion]] to' the [[place]] [[where]] the [[host]] stands: '[[come]] up [[higher]]' (cf. [[Xenophon]], [[Aristotle]], others.) | |txtha=2nd aorist [[imperative]] 2nd [[person]] [[singular]] προσανάβηθι; to go up [[farther]]: [[with]] ἀνώτερον added, A. V. go up [[higher]]; others [[regard]] the προς(as adding the [[suggestion]] of '[[motion]] to' the [[place]] [[where]] the [[host]] stands: '[[come]] up [[higher]]' (cf. [[Xenophon]], [[Aristotle]], others.) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α [[ἀναβαίνω]]<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] για πτηνά που ζουν στο [[νερό]]) [[ανεβαίνω]] ή [[ανέρχομαι]] [[προς]] ένα [[μέρος]]<br /><b>2.</b> [[ανέρχομαι]] επί [[πλέον]], [[ακόμη]]<br /><b>3.</b> [[αναρριχώμαι]] («τουτὶ προσαναβῆναι τὸ σικὸν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> (για ποταμό) [[πλημμυρίζω]] επί [[πλέον]]<br /><b>5.</b> [[ιππεύω]] επιπροσθέτως<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> ανάγομαι («[[ἐπεὶ]] δὲ τὸν περὶ Λυκούργου... λόγον ἐκδόντες ἐδοκοῡμεν οὐκ ἂν ἀλόγως τῷ Ρωμύλῳ προσαναβῆναι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «[[πόλις]] προσαναβαίνουσα» — [[πόλη]] που βρίσκεται σε ανηφορικό [[τόπο]] καί, [[κυρίως]], στις πλαγιές βουνού. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:22, 29 September 2017
English (LSJ)
fut.
A -βήσομαι X.Eq.Mag.1.2:—go up, or mount besides, l. c.; of water-birds, π. πρὸς τὰς πέτρας Arist.HA617a26; π. πρὸς τὸ ὄρθιον D.C.39.45; rise higher, as a swollen river, Plb.3.72.4; πόλις προσαναβαίνουσα lying on a mountain side, Poll.9.20: metaph., π. τῷ Ῥωμύλῳ go back as far as R., Plu.Thes.1. II c. acc. loci, climb, ascend, τὸ σιμόν Pl.Com.79.
German (Pape)
[Seite 748] noch dazu hinan- od. hinausschreiten, -steigen; τὸ σιμόν, Plat. com. bei Schol. Ar. Lys. 288; πρὸς τὰς πέτρας, Arist. H. A. 9, 21; von Reitern, noch dazu zu Pferde steigen, Xen. Hipp. 1, 12 u. Sp.; vom Fluß, anschwellen, Pol. 3, 72, 4, vgl. 4, 39, 8; übtr., τῷ 'Ρωμύλῳ, Plut. Thes. 1, in der Erzählung bis auf R. hinansteigen.
Greek (Liddell-Scott)
προσαναβαίνω: μέλλ. -βήσομαι, ἀνέρχομαι ἢ ἀναβαίνω πρός τι μέρος, Ξεν. Ἱππαρχ. 1, 2· ἐπὶ παρυδατίων πτηνῶν, πρ. πρὸς τὰς πέτρας Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 21· πρ. πρὸς τὸ ὄρθιον Δίων Κ. 39. 45· ― ὑψοῦμαι περισσότερον, ἐπὶ πλημμυροῦντος ποταμοῦ, Πολύβ. 3. 72, 4· ― πόλις προσαναβαίνουσα, κειμένη ἐπὶ τόπου προσάντους, Πολυδ. Ι΄, 20· ― μεταφορ., τῷ Ρωμύλῳ προσαναβῆναι, ἀναβῆναι μέχρι τῶν χρόνων τοῦ Ρωμύλου, Πλουτ. Θησ. 1. ΙΙ. μετ’ αἰτ. τόπου, ἀναβαίνω, ἀνέρχομαι, τουτὶ προσαναβῆναι τὸ σιμὸν δεῖ, δηλ. τὸ πρόσαντες, Πλάτων Κωμικ. ἐν «Νίκαις» 1.
French (Bailly abrégé)
f. προσαναβήσομαι, ao. προσανέβην, etc.
monter vers, avec πρός et l’acc. ; fig. remonter jusqu’à : τῷ Ῥομύλῳ PLUT remonter jusqu’à Romulus.
Étymologie: πρός, ἀναβαίνω.
English (Strong)
from πρός and ἀναβαίνω; to ascend farther, i.e. be promoted (take an upper (more honorable) seat): go up.
English (Thayer)
2nd aorist imperative 2nd person singular προσανάβηθι; to go up farther: with ἀνώτερον added, A. V. go up higher; others regard the προς(as adding the suggestion of 'motion to' the place where the host stands: 'come up higher' (cf. Xenophon, Aristotle, others.)
Greek Monolingual
Α ἀναβαίνω
1. (κυρίως για πτηνά που ζουν στο νερό) ανεβαίνω ή ανέρχομαι προς ένα μέρος
2. ανέρχομαι επί πλέον, ακόμη
3. αναρριχώμαι («τουτὶ προσαναβῆναι τὸ σικὸν», Πλάτ.)
4. (για ποταμό) πλημμυρίζω επί πλέον
5. ιππεύω επιπροσθέτως
6. μτφ. ανάγομαι («ἐπεὶ δὲ τὸν περὶ Λυκούργου... λόγον ἐκδόντες ἐδοκοῡμεν οὐκ ἂν ἀλόγως τῷ Ρωμύλῳ προσαναβῆναι», Πλούτ.)
7. φρ. «πόλις προσαναβαίνουσα» — πόλη που βρίσκεται σε ανηφορικό τόπο καί, κυρίως, στις πλαγιές βουνού.