προσδιορισμός: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστεθηρίονθεός → a man who is incapable of entering into partnership, or who is so self-sufficing that he has no need to do so, is no part of a state, so that he must be either a lower animal or a god | whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Source
(6_21)
(34)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσδιορισμός''': τὸ προσδιορίζειν, Ideler Phys. 2. 71, κτλ.
|lstext='''προσδιορισμός''': τὸ προσδιορίζειν, Ideler Phys. 2. 71, κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ [[προσδιορίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ακριβής]] [[υπολογισμός]], [[καθορισμός]] («έγινε ο [[προσδιορισμός]] της αύξησης τών ενοικίων»)<br /><b>2.</b> όρος της πρότασης που καθορίζει, αποσαφηνίζει ή συμπληρώνει τους κύριους όρους της, δηλ. το [[υποκείμενο]], το [[ρήμα]], το [[κατηγορούμενο]] και το [[αντικείμενο]] (α. «ονοματικοί προσδιορισμοί» — οι προσδιορισμοί που συμπληρώνουν ουσιαστικά ή επίθετα και [[είναι]] οι ίδιοι ουσιαστικά, επίθετα ή ισοδύναμες λέξεις<br />β. «επιρρηματικοί προσδιορισμοί» — οι προσδιορισμοί που αναφέρονται [[κυρίως]] σε ρήματα, [[είναι]] οι ίδιοι επιρρήματα, ισοδύναμες φράσεις ή και δευτερεύουσες επιρρηματικές προτάσεις και δηλώνουν επιρρηματικές σχέσεις, όπως [[τόπο]], τρόπο, χρόνο, [[αίτιο]] κ.ά.<br />γ. «ομοιόπτωτοι προσδιορισμοί» — οι προσδιορισμοί που βρίσκονται στην [[ίδια]] [[πτώση]] με τον προσδιοριζόμενο όρο, όπως [[είναι]] η [[παράθεση]], η [[επεξήγηση]], ο [[επιθετικός]] και ο [[κατηγορηματικός]] [[προσδιορισμός]]<br />δ. «ετερόπτωτοι προσδιορισμοί» — οι προσδιορισμοί που βρίσκονται σε διαφορετική [[πτώση]] από τον προσδιοριζόμενο όρο και [[είναι]] [[συνήθως]] σε μία από τις πλάγιες πτώσεις)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[προσδιορισμός]] παθογόνου»<br /><b>(φυτοπαθολ.)</b> όρος που αναφέρεται στην [[αναγνώριση]] της ταυτότητας ενός παθογόνου οργανισμού ή ιού με [[βάση]] τα χαρακτηριστικά του γνωρίσματα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />ο [[περαιτέρω]] [[ορισμός]], η επί [[πλέον]] [[διασάφηση]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο επί [[πλέον]] όρος σε ένα [[πρόβλημα]].
}}
}}

Revision as of 12:22, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσδιορισμός Medium diacritics: προσδιορισμός Low diacritics: προσδιορισμός Capitals: ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ
Transliteration A: prosdiorismós Transliteration B: prosdiorismos Transliteration C: prosdiorismos Beta Code: prosdiorismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A further definition, determination, or specification, Gal.6.826 (pl.), Olymp. in Mete.314.17, Dam.Pr.38, 237.    II further condition in a problem, Dioph.1.14,5.10.

German (Pape)

[Seite 756] ὁ, hinzugefügte Begrenzung, Bestimmung, Sp., bes. Rhett.

Greek (Liddell-Scott)

προσδιορισμός: τὸ προσδιορίζειν, Ideler Phys. 2. 71, κτλ.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ προσδιορίζω
νεοελλ.
1. ακριβής υπολογισμός, καθορισμός («έγινε ο προσδιορισμός της αύξησης τών ενοικίων»)
2. όρος της πρότασης που καθορίζει, αποσαφηνίζει ή συμπληρώνει τους κύριους όρους της, δηλ. το υποκείμενο, το ρήμα, το κατηγορούμενο και το αντικείμενο (α. «ονοματικοί προσδιορισμοί» — οι προσδιορισμοί που συμπληρώνουν ουσιαστικά ή επίθετα και είναι οι ίδιοι ουσιαστικά, επίθετα ή ισοδύναμες λέξεις
β. «επιρρηματικοί προσδιορισμοί» — οι προσδιορισμοί που αναφέρονται κυρίως σε ρήματα, είναι οι ίδιοι επιρρήματα, ισοδύναμες φράσεις ή και δευτερεύουσες επιρρηματικές προτάσεις και δηλώνουν επιρρηματικές σχέσεις, όπως τόπο, τρόπο, χρόνο, αίτιο κ.ά.
γ. «ομοιόπτωτοι προσδιορισμοί» — οι προσδιορισμοί που βρίσκονται στην ίδια πτώση με τον προσδιοριζόμενο όρο, όπως είναι η παράθεση, η επεξήγηση, ο επιθετικός και ο κατηγορηματικός προσδιορισμός
δ. «ετερόπτωτοι προσδιορισμοί» — οι προσδιορισμοί που βρίσκονται σε διαφορετική πτώση από τον προσδιοριζόμενο όρο και είναι συνήθως σε μία από τις πλάγιες πτώσεις)
3. φρ. «προσδιορισμός παθογόνου»
(φυτοπαθολ.) όρος που αναφέρεται στην αναγνώριση της ταυτότητας ενός παθογόνου οργανισμού ή ιού με βάση τα χαρακτηριστικά του γνωρίσματα
μσν.-αρχ.
ο περαιτέρω ορισμός, η επί πλέον διασάφηση
αρχ.
ο επί πλέον όρος σε ένα πρόβλημα.