σφός: Difference between revisions
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
(SL_2) |
(40) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[σφός]] = [[σφέτερος]], referring to [[subject]] of [[sentence]] <br /> <b>1</b> μεγαλᾶν δ' ἀρετᾶν ἀκούοντί ποι χθονίᾳ φρενί, σφὸν ὄλβον υἱῷ τε κοινὰν [[χάριν]] (P. 5.102) | |sltr=[[σφός]] = [[σφέτερος]], referring to [[subject]] of [[sentence]] <br /> <b>1</b> μεγαλᾶν δ' ἀρετᾶν ἀκούοντί ποι χθονίᾳ φρενί, σφὸν ὄλβον υἱῷ τε κοινὰν [[χάριν]] (P. 5.102) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=σφή, σφόν, ΜΑ<br />(κτητ. αντων.) ([[πάντοτε]] για πολλούς κτήτορες) [[δικός]] τους, δική τους, δικό τους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σπαν. σε ποιητές μτγν. του <b>Ομ.</b>) [[δικός]] τους, [[δικός]] της<br /><b>2.</b> [[δικός]] σου, σός<br /><b>3.</b> [[δικός]] μου, [[εμός]]<br /><b>4.</b> εσάς τών δύο, [[δικός]] σας, [[σφωΐτερος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> Βλ. λ. [[σφεῖς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:49, 29 September 2017
English (LSJ)
σφή, σφόν,
A their, their own, belonging to them, Il.1.534, Sapph. 10, Pi.P.5.102, etc. (never in Att.). 2 in post-Hom. Poets also, his or her, his own or her own, Hes.Th.398, Alcm.56A, Thgn. 712, Call.Aet.Oxy.2080.75. II = σός, Orph.L.168. 2 = ἐμός, CR11.136 (Phrygia, metr.). 3 = σφωΐτερος, your (in addressing a pair), v.l. in Il.11.142. (σφός is to σφε, σφέτερος as Ημός (ἁμός) to ἁμέ, ἡμέτερος.)
Greek (Liddell-Scott)
σφός: σφή, σφόν, = σφέτερος, σφετέρα, σφέτερον, Ἰλ. Α. 534, κλπ., Ἡσ., Πινδ., κτλ.· ἀλλ’ οὐδαμοῦ παρ’ Ἀττ. 2) παρὰ τοῖς μεθ’ Ὅμηρον ποιηταῖς ὡσαύτως ἐν τῷ ἑνικῷ, ἰδικός του, ἰδικός της, Θέογν. 712, Ἀλκμὰν 41 ΙΙ. = σός. Ὀρφ. Λιθ. 166. (τὸ σφὸς ἔχει πρὸς τὸ σφέτερος, ὡς τὸ ἡμὸς (ἀμὸς) πρὸς τὸ ἡμέτερος· ἴδε ἐν λ. οὖ, sui).
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
leur, c. σφέτερος.
Étymologie: th. σφε- > σφέτερος.
English (Autenrieth)
(σφεῖς): their; always referring to a pl. subst., Od. 2.237, Il. 18.231.
English (Slater)
σφός = σφέτερος, referring to subject of sentence
1 μεγαλᾶν δ' ἀρετᾶν ἀκούοντί ποι χθονίᾳ φρενί, σφὸν ὄλβον υἱῷ τε κοινὰν χάριν (P. 5.102)
Greek Monolingual
σφή, σφόν, ΜΑ
(κτητ. αντων.) (πάντοτε για πολλούς κτήτορες) δικός τους, δική τους, δικό τους
αρχ.
1. (σπαν. σε ποιητές μτγν. του Ομ.) δικός τους, δικός της
2. δικός σου, σός
3. δικός μου, εμός
4. εσάς τών δύο, δικός σας, σφωΐτερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Βλ. λ. σφεῖς.