σωφρονίζω: Difference between revisions
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
(T22) |
(40) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=3rd [[person]] plural indicative σωφρονιζουσιν, L marginal [[reading]] T Tr, others, subjunctive σωφρονίζωσι; "to [[make]] [[one]] [[σώφρων]], [[restore]] [[one]] to his senses; to [[moderate]], [[control]], [[curb]], [[discipline]]; to [[hold]] [[one]] to his [[duty]]; so from [[Euripides]], and [[Thucydides]] [[down]]; to [[admonish]], to [[exhort]] [[earnestly]] (R. V. [[train]]"): τινα followed by an infinitive [[Titus]] 2:4. | |txtha=3rd [[person]] plural indicative σωφρονιζουσιν, L marginal [[reading]] T Tr, others, subjunctive σωφρονίζωσι; "to [[make]] [[one]] [[σώφρων]], [[restore]] [[one]] to his senses; to [[moderate]], [[control]], [[curb]], [[discipline]]; to [[hold]] [[one]] to his [[duty]]; so from [[Euripides]], and [[Thucydides]] [[down]]; to [[admonish]], to [[exhort]] [[earnestly]] (R. V. [[train]]"): τινα followed by an infinitive [[Titus]] 2:4. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΝΜΑ [[σώφρων]], -<i>ονος</i>]<br />[[καθιστώ]] σώφρονα κάποιον, [[συνετίζω]], τον [[κάνω]] να βάλει [[γνώση]] (α. «δεν μπόρεσε [[κανείς]] να τον σωφρονίσει» β. «τοὺς πονηροτάτους τὰς γε συμφορὰς σωφρονίζειν λέγουσι», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για [[πάθη]], ορμές) [[καθιστώ]] ηπιότερο, [[καταστέλλω]] («τὴν λαγνείαν αὐτών τῷ λιμῷ σωφρονίζουσιν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περιορίζω]], [[μετριάζω]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[σωφρονίζω]] ἀμπνοάς» — [[αναπνέω]] πιο ήρεμα (<b>Ευρ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:57, 29 September 2017
English (LSJ)
A recall a person to his senses, chasten, E.Fr.209, Pl.Grg.478d, X.Cyr. 8.6.16, etc.; ἡ τοιαύτη ἧττα σωφρονίζειν ἱκανή ib.3.1.20; τοὺς πονηροτάτους αἱ συμφοραὶ σ. D.25.93: folld. by inf., ἵνα σωφρονίζωσιν τὰς νέας φιλάνδρους εἶναι κτλ. Ep.Tit.2.4:—Pass., to be chastened, learn self-control, Th.6.78, X.Cyr.3.1.19, etc. 2 of passions, things, etc., σ. τὸ θυμούμενον τῆς γνώμης Antipho 2.3.3; οὐ τὴν λαγνείαν λιμῷ σ. X.Mem.2.1.16; ἀμπνοὰς σ. to pant less violently, E.HF869 (troch.); τῶν κατὰ τὴν πόλιν τι ἐς εὐτέλειαν σ. to reduce the expenses of government at home, Th.8.1.
German (Pape)
[Seite 1062] zur Besonnenheit bringen, klug machen, witzigen, bessern, durch Ermahnungen od. Strafen; οὐδέ σ' αἱ τύχαι σεσωφρονίκασιν, Eur. Troad. 350; Antiph. 4 γ 2; Thuc. 6, 78; σωφρονίζει καὶ δικαιοτέρους ποιεῖ ἡ δίκη, Plat. Gorg. 478, l, u. öfter; dah. auch strafen, züchtigen, δι' ἀκολασίαν αὐτοὺς σεσωφρονίσθαι, Phaed. 69 a; im Zaum halten, τὴν λαγνείαν λιμῷ, Xen. Mem. 2, 1, 16, u. öfter, u. Sp., wie Luc. Alex. 21.
Greek (Liddell-Scott)
σωφρονίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ· ― σώφρονα ποιῶ, κάμνω τινὰ νὰ ἔλθῃ εἰς ἑαυτόν, νὰ συνετισθῇ, νὰ γίνῃ φρόνιμος, νὰ βάλῃ γνῶσιν, παιδεύω, τιμωρῶ, Εὐρ. Τρῳ. 350, Ἀποσπ. 208, Ἀντιφῶν 118. 16, Πλάτ., κλπ.· ἡ τοιαύτη ἧττα σωφρονίζειν ἱκανὴ Ξεν. Κύρ. 3. 1, 20· τοὺς πονηροτάτους αἱ συμφοραὶ σωφρ. Δημ. 798. 7. ― Παθ., κολάζομαι, τιμωροῦμαι, γίνομαι σώφρων, ἔρχομαι εἰς ἐμαυτόν, Θουκ. 6. 78, Ξεν., κλπ. 2) ἐπὶ παθῶν, πραγμάτων, κλπ., σ. τὸ θυμούμενον τῆς γνώμης Ἀντιφῶν 118. 16· σ. τὴν λαγνείαν λιμῷ Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 16· σ. ἀμπνοάς, ἀναπνέω μετ’ ἐλάσσονος σφοδρότητος, Εὐρ. Ἡσρ. Μαιν. 869· τῶν κατὰ τὴν πόλιν τι ἐς εὐτέλειαν σ., περιορίζω τὰς δαπάνας τῆς κυβερνήσεως τῆς πόλεως, Θουκ. 8. 1. ΙΙ. ἀμεταβ. = σωφρονέω, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 2, 5. -Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 42.
French (Bailly abrégé)
I. rendre modéré, sensé, sage;
II. 1 donner une leçon, corriger ; châtier, acc.;
2 réprimer, contenir : ἐς εὐτέλειαν THC ramener (les dépenses) à la simplicité, réduire les dépenses.
Étymologie: σώφρων.
English (Strong)
from σώφρων; to make of sound mind, i.e. (figuratively) to discipline or correct: teach to be sober.
English (Thayer)
3rd person plural indicative σωφρονιζουσιν, L marginal reading T Tr, others, subjunctive σωφρονίζωσι; "to make one σώφρων, restore one to his senses; to moderate, control, curb, discipline; to hold one to his duty; so from Euripides, and Thucydides down; to admonish, to exhort earnestly (R. V. train"): τινα followed by an infinitive Titus 2:4.
Greek Monolingual
ΝΜΑ σώφρων, -ονος]
καθιστώ σώφρονα κάποιον, συνετίζω, τον κάνω να βάλει γνώση (α. «δεν μπόρεσε κανείς να τον σωφρονίσει» β. «τοὺς πονηροτάτους τὰς γε συμφορὰς σωφρονίζειν λέγουσι», Δημοσθ.)
μσν.-αρχ.
(για πάθη, ορμές) καθιστώ ηπιότερο, καταστέλλω («τὴν λαγνείαν αὐτών τῷ λιμῷ σωφρονίζουσιν», Ξεν.)
αρχ.
1. περιορίζω, μετριάζω
2. φρ. «σωφρονίζω ἀμπνοάς» — αναπνέω πιο ήρεμα (Ευρ.).